Λέξη: ανθρωποειδής

Σχετικές λέξεις: ανθρωποειδής

ανθρωποειδής πίθηκος

Μεταφράσεις: ανθρωποειδής

ανθρωποειδής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anthropoid, humanoid, hominid

ανθρωποειδής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antropoide, humanoide, humanoides, humanoid, del humanoid, humanoide de

ανθρωποειδής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menschenähnlich, humanoide, humanoiden, humanoid, humanoider, ähnlich

ανθρωποειδής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anthropoïde, humanoïde, humanoid, humanity, humanoïdes, de humanoid

ανθρωποειδής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umanoide, humanoid, umanoidi, fumetto, del humanoid

ανθρωποειδής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humanóide, humanoid, humanoide, humanóides, do humanoid

ανθρωποειδής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
humanoïde, humanoid, mensachtige, humanoide, humanoidastronaut

ανθρωποειδής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
человекоподобный, человекообразный, антропоид, гуманоид, гуманоида, гуманоидный, гуманоидов

ανθρωποειδής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
humanoid, menneskelignende, humanoide

ανθρωποειδής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
humanoid, humanoida, humanoiden, människoliknande, humanoidastronauthe

ανθρωποειδής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
humanoidi, humanoid, humanoidin, humanoidirobottien

ανθρωποειδής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
menneskelignende, humanoid, humanoide

ανθρωποειδής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lidoop, antropoid, antropoidní, humanoid, humanoidní, humanoidního, humanoidních, humanoidi

ανθρωποειδής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
człekokształtny, humanoid, humanoidalne, humanoidalny, humanoida, humanoidalną

ανθρωποειδής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
humanoid, emberszabású, humanoidok, a humanoid, emberszerű

ανθρωποειδής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
insansı, humanoid, insanımsı, insansı bir, insansi

ανθρωποειδής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
людиноподібний, гуманоїд, гуманоид

ανθρωποειδής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
humanoid, humanoide, humanoide si

ανθρωποειδής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хуманоид, хуманоиден, хуманоидна, хуманоидния, хуманоидни

ανθρωποειδής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гуманоід

ανθρωποειδής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inimahvitaoline, antropoidne, humanoid, inimesetaolised, inimkujulisi, inimkujulised, humanoidi

ανθρωποειδής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
humanoid, humanoidnog, čovjekoliki, humanoidni, humanoidno

ανθρωποειδής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Humanoid

ανθρωποειδής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
humanoidų, Humanoid, humanoidas, yra Humanoid

ανθρωποειδής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
humanoīds, humanoīdās, Humanoīdu

ανθρωποειδής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хуманоидни, хуманоиден, humanoid, хуманоидна, хуманоидната

ανθρωποειδής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umanoid, umanoide, humanoid, umanoidă, umanoida

ανθρωποειδής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
humanoid, humanoidni, humanoidne, humanoidnega

ανθρωποειδής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
humanoid, Humanoidu
Τυχαίες λέξεις