Intraitable στα ελληνικά

Μετάφραση: intraitable, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εταιρία, εδραίος, σταθερός, άκαμπτος, επίμονος, αμετάπειστος, δύσχρηστος, ατίθασος, ανυπάκουος, δυσεπίλυτο, δυσεπίλυτα, δύσκολα
Intraitable στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agrafe στα ελληνικά - αρπάζω, γάντζος, ψαλιδίζω, κουρεύω, γόμφος, συσφίγγω, κράμπα, ...
  • arrachai στα ελληνικά - έσκισε, έσχισε, tore, διέλυσαν, κατέστρεψε
  • cambriolée στα ελληνικά - διαρρήξει, διάρρηξη του, burgled, διαρρήξει Να, διαρρηγμένο
  • claquement στα ελληνικά - χειροκροτώ, καρπαζιά, γδούπος, βροντώ, βρόντος, κρότος, χαστουκίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Intraitable στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εταιρία, εδραίος, σταθερός, άκαμπτος, επίμονος, αμετάπειστος, δύσχρηστος, ατίθασος, ανυπάκουος, δυσεπίλυτο, δυσεπίλυτα, δύσκολα