Λέξη: συνουσία

Συνώνυμα: συνουσία

πορνεία, επιμιξία, επικοινωνία

Μεταφράσεις: συνουσία

συνουσία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intercourse, copulation, fornication, sexual intercourse, coitus

συνουσία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trato, coito, relaciones, relaciones sexuales, el coito, relación sexual

συνουσία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
koitus, beischlaf, verkehr, begattung, Geschlechtsverkehr, Verkehr, Umgang

συνουσία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
union, accouplement, coït, liaison, fréquentation, combinaison, rapport, relation, contact, rapports, relations, des rapports, rapports sexuels, les rapports

συνουσία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rapporto, relazione, rapporti, il rapporto, rapporto sessuale, i rapporti

συνουσία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relações, coito, relações sexuais, relação sexual, intercurso

συνουσία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geslachtsdaad, paring, gemeenschap, omgang, verkeer, geslachtsgemeenschap, vrijen

συνουσία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сношение, связывание, сношения, связь, общение, акт, половой акт

συνουσία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samkvem, samleie, omgang, sex, samleiet

συνουσία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
umgänge, samlag, samlaget, umgänget

συνουσία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhdyntä, kanssakäyminen, yhdynnän, yhdynnässä, yhdyntää

συνουσία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samleje, samkvem, omgang, samlejet

συνουσία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obcování, spojení, styk, styku, soulož, pohlavní styk, stykem

συνουσία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obcowanie, kontakt, stosunek, związek, stosunek płciowy, pożycie, stosunki

συνουσία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közösülés, érintkezés, nemi, aktus, a közösülés

συνουσία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilişki, cinsel, cinsel ilişki, birleşme, ilişkide

συνουσία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міжреберний, розрізний, спілкування, Общение, Співтовариство

συνουσία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marrëdhënie, marrëdhënia, Kryerja e marrëdhënieve, Marrëdhëniet, e marrëdhënieve

συνουσία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общение, общуване, полови сношения, сношение, полов акт, полово сношение

συνουσία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зносіны, Каханне Зносіны, стасункі, Каханне, размову

συνουσία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suhe, vahekord, suhtlemine, vahekorra, vahekorda, suguühte

συνουσία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trgovanje, izmjene, uzajamno, snošaj, općenje, odnos, seks, spolni odnos

συνουσία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samfarir, kynmök, samræði, haft samfarir, konan haft samfarir

συνουσία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santykiai, lytinis, lytiniai santykiai, lytinių santykių, lytinis aktas

συνουσία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sakari, dzimumakts, dzimumakta, dzimumattiecības, dzimumsakari

συνουσία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
копулација, односи, секс, однос, сексуален однос

συνουσία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raporturi, relații sexuale, contact, actului sexual, actul sexual, contact sexual

συνουσία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koitus, občevanje, odnos, seks, spolni odnos, spolni

συνουσία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koitus, styk, styku, kontakt, kontaktu, vzťahy
Τυχαίες λέξεις