Λέξη: τάξη
Σχετικές λέξεις: τάξη
τάξη αντίδρασης, τάξη εκπα, τάξη μαθητείας, τάξη δημιουργική με φαντασία αρκετή, τάξη αστεράτη, τάξη υποδοχής, τάξη δεσμού, τάξη υπουργείων, τάξη μεγέθους, τάξη πίνακα, η τάξη, σχολική τάξη, νέα τάξη πραγμάτων, ε τάξη
Συνώνυμα: τάξη
σετ, σειρά, φορμάρισμα, δύση, σερβίτσιο, γραμμή, βαθμός, κλάση, πυκνή βλάστηση, τιμή, αξία, κόστος, αναλογία, ευτρεπισμός, κλάδευμα, τακτοποίηση, κατηγορία, θέση, βαθμολογία, παραγγελία, προσταγή, σύστημα, κανόνας, διαταγή, έκταση, αχτίνα, απόσταση, διακύμανση, διατίμηση, εκτίμηση, ταξινόμηση, ιδιότητα, βαθμός πιστωτικής αξίας, καθαριότητα, νοικοκυροσύνη, πάστρα, καθαριότης, κομψότης, ευταξία
Μεταφράσεις: τάξη
τάξη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
class, order, grade, rank, classroom
τάξη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
categoría, curso, clase, clase de, la clase, de clase, clases
τάξη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klassifizieren, ordnen, kurs, lehrveranstaltung, kategorie, kursus, baureihe, sortieren, klasse, stand, Klasse, Klassen, Class
τάξη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traitement, classe, classer, classifier, arranger, leçon, taux, catégorie, cours, la classe, classes, de classe
τάξη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
classe, ceto, categoria, corso, di classe, classe di, una classe
τάξη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
categoria, classe, classe de, de classe, aula, classes
τάξη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klasse, klas, categorie, classificeren, indelen, stand, class, de klasse
τάξη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
классный, группа, класс, ранг, занятие, курс, сорт, кружок, соглашатель, качество, вид, урок, сословие, отличие, классовый, категория, класса, классом, классе, классу
τάξη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klasse, klassen, class
τάξη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kategori, klass, klassen
τάξη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luokka, kurssi, sääty, kategoria, laatu, oppitunti, laji, luokan, luokkaan, luokassa
τάξη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klasse, klassen, klasses, class
τάξη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ročník, přednáška, hodina, lekce, kurs, kategorie, vyučování, třída, třídy, vývoje, třídě, class
τάξη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lekcja, klasyfikować, zaszeregować, autorament, klasowy, kurs, podciągać, gromada, sfera, segregować, klasa, klasy, class, klasie, klasę
τάξη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanfolyam, évfolyam, tanóra, óra, korosztály, osztály, osztályú, osztályba, osztályban, class
τάξη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınıf, kategori, sınıfı, sınıf bir, class
τάξη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
категорія, клас, класовий, класифікувати, якість, класс, клас у, класу
τάξη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
klasë, klasit, klasë të, klasit të, të klasit
τάξη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клас, класа, клас на, категория, от клас
τάξη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клас, класс, класа
τάξη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tund, klass, klassi, klassis, tasemega
τάξη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razred, kakvoća, razvrstati, klasa, klase, class, klasi
τάξη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bekkur, flokka, flokki, bekknum, tegund, flokks, flokkur
τάξη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ordo, numerus
τάξη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klasė, kategorija, klasės, klasę, klasei, class
τάξη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klase, kategorija, klases, klasē, klasi, līmeņa
τάξη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
класа, класата, класа на
τάξη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clasă, sorta, categorie, de clasă, clasa de, de clasa
τάξη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razred, ročník, razreda, class, razredu
τάξη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ročník, kvalita, trieda, triedy
Στατιστικά δημοτικότητας: τάξη
Τυχαίες λέξεις