Invalide στα ελληνικά

Μετάφραση: invalide, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, ανάπηρος, άκυρος, άκυρη, άκυρο, άκυρα, μη έγκυρη
Invalide στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aggravées στα ελληνικά - επιδεινώθηκε, επιδεινώνεται, επιδείνωσε, επιδεινώνονται, επιδεινωθεί
  • arpète στα ελληνικά - δόκιμος
  • bonda στα ελληνικά - Bonda
  • collision στα ελληνικά - σύγκρουση, χτυπώ, κλαγγή, σουξέ, συνάντηση, προσκρούω, ορμή, ...
Τυχαίες λέξεις
Invalide στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, ανάπηρος, άκυρος, άκυρη, άκυρο, άκυρα, μη έγκυρη