Λέξη: καταδεικνύω
Σχετικές λέξεις: καταδεικνύω
καταδεικνύω αντωνυμο, καταδεικνύω english, καταδεικνύω βικιλεξικο, καταδεικνύω σημασία, καταδεικνύω σημαίνει, καταδεικνύω συνώνυμα, καταδεικνύω λεξικο, καταδεικνύω έννοια, καταδεικνύω ερμηνεία
Συνώνυμα: καταδεικνύω
αποδεικνύω
Μεταφράσεις: καταδεικνύω
καταδεικνύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proclaim, evince
καταδεικνύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
denunciar, promulgar, pregonar, evidenciar
καταδεικνύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verherrlichen, bekunden, evince, offenbaren
καταδεικνύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annoncer, proclamons, proclamez, dénoncer, proclament, proclamer, manifester, montrer, prouver, evince, faire preuve
καταδεικνύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mostrare, manifestare, evince, evincere
καταδεικνύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proclame, proclamar, apregoar, procissão, evidenciar, evidenciam, demonstrar, evince, evidenciaram
καταδεικνύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvaardigen, afkondigen, proclameren, bewijzen, aan de dag leggen, evince, dag te leggen, de dag leggen
καταδεικνύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрещать, декларировать, свидетельствовать, возгласить, провозглашать, возвещать, говорить, провозгласить, прокламировать, опубликовывать, объявлять, оглашать, возглашать, осуждать, проявлять, выказывают, проявляют, проявят, выказывать
καταδεικνύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekjentgjøre, evince
καταδεικνύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utropa, evince, ådagalägga, uppvisa även
καταδεικνύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esittää, mainostaa, julistaa, vahvistaa, ilmoittaa, evince, osoitus tämän
καταδεικνύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
evince, røber
καταδεικνύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
provolat, prohlásit, rozhlásit, prozrazovat, vyhlásit, hlásat, osvědčit, dávat najevo, projevovat, nemohou odrážet
καταδεικνύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ogłaszać, trąbić, obwieścić, proklamować, obwieszczać, zakazywać, przejawiać, demonstrować, evince, przejawiają
καταδεικνύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bizonyít, kimutat, tanúskodik, tanúsít
καταδεικνύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açığa vurmak, evince, açığa vurmakla, açıkça göstermek, belli etmek
καταδεικνύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
процесори, проявляти, виявляти
καταδεικνύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vërtetoj, shfaq, shfaqin, tregoj, evince
καταδεικνύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изказвам, проявявам, доказвам, показвам
καταδεικνύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праяўляць, выяўляць, выказваць
καταδεικνύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ilmutada
καταδεικνύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobijediti, pokazati, ispoljiti, jasno nastoje uspostaviti, jasno nastoje
καταδεικνύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
evince
καταδεικνύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liudyti, evince, liudija, Demonstruoti, Įrodinėti
καταδεικνύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izrādīt
καταδεικνύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сведочат, изказвам, сведочат за, доказвам
καταδεικνύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arăta, manifeste, evidentiaza, evince, dovedi
καταδεικνύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Odkrivati, morejo odražati
καταδεικνύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osvedčiť, potvrdiť, potvrdenie o, potvrdzovať, predložiť potvrdenie
Τυχαίες λέξεις