Juridiction στα ελληνικά
Μετάφραση: juridiction, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαστικός, δικαιοδοσία, δύναμη, αυθεντία, κύρος, εξουσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amollit στα ελληνικά - μαλακώνει, μαλακώσει, να μαλακώσει, απαλύνει, μαλακώνουν
- basset στα ελληνικά - είδος κυνηγετικού σκύλου, μπασέ, Μπασσέ, ο Basset
- centrale στα ελληνικά - διαφωνία, ανταλλάσσω, συνάλλαγμα, λογομαχία, μονάδα παραγωγής ενέργειας, σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σταθμού, ...
- chantier στα ελληνικά - μαγαζί, ψωνίζω, προδίδω, αυλή, κλήρος, μοίρα, προαύλιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Juridiction στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαστικός, δικαιοδοσία, δύναμη, αυθεντία, κύρος, εξουσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Μεταφράσεις: δικαστικός, δικαιοδοσία, δύναμη, αυθεντία, κύρος, εξουσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία