Λέξη: συνεργάτης
Σχετικές λέξεις: συνεργάτης
συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτησ ή συνεργάτιδα, συνεργάτης english, συνεργάτης συνώνυμο, συνεργάτησ μετάφραση, συνεργάτης στα αγγλικά
Συνώνυμα: συνεργάτης
συνεισφέρων, εισφορέας, συνεργαζόμενος
Μεταφράσεις: συνεργάτης
συνεργάτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contributor, collaborator, cooperator, partner, associate
συνεργάτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contribuyente, colaborador, miembro, contribuidor, contribuye
συνεργάτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beitragender, referent, mitarbeiter, beitragende, Beiträger, Beitrag, Beitragsleister, Beitragszahler, Contributor
συνεργάτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
collaborateur, contribuant, donateur, Contributeur, Contributeur confirmé, cotisant
συνεργάτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
collaboratore, contributore, membro, collaboratore di, contributo
συνεργάτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contribuidor, contribuinte, colaborador, membro, contribuidor de
συνεργάτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inzender, bijdrager, bijdrage, medewerker, geschreven
συνεργάτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
докладчик, сотрудник, жертвователь, помощник, участник, лицо, автора, вклад, фактором, вкладчиком
συνεργάτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bidragsyter, bidragsyteren, Bidragsyter, Senior, anmelder
συνεργάτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medarbetare, bidragsgivare, bidragande, contributor, bidrags, bidragsgivaren
συνεργάτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahjoittaja, osatekijä, avustaja, tekijä, rahoittaja, contributor, tukija
συνεργάτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bidragyder, bidragydere, medlem, aktive bidragydere
συνεργάτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spolupracovník, přispěvatel, přispěvatelem, přispívá, Contributor, přispívají
συνεργάτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współpracownik, ofiarodawca, udziałowiec, wkład, czynnikiem, przyczynia, przyczynia się
συνεργάτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkatárs, hozzájáruló, közreműködő, befizető, hozzájárulónak, mértékben hozzájárul
συνεργάτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iştirakçi, katkıda, katkı, katkıyı, katılımcı
συνεργάτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
журналу, жертвувати, співробітник, доповідач, учасник, учасниця, учасника
συνεργάτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontribues, kontribues i, bashkëpunëtor i, kontribuesi, kontribuues
συνεργάτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сътрудник, принос, фактор, вносител, участник
συνεργάτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
удзельнік, ўдзельнік
συνεργάτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
annetaja, kaastöötaja, toetaja, panustaja, panuse, tegur, teguriks
συνεργάτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
saradnik, suradnik, doprinos, pridonosi, doprinosi
συνεργάτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framlag, framlög, þátttakandi, uppspretta þessara
συνεργάτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagalbininkas, prisideda, veiksnys, prisidėjo, įnešėjas
συνεργάτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziedotājs, ieguldījumu, veicina, veicinātājs, ieguldītājs
συνεργάτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придонесувач, соработник, контрибутор, автор, придонесува
συνεργάτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colaborator, contribuie, contribuitor, contribuție, contribuabil
συνεργάτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sodelavec, plačnica, prispeva, dejavnik, prispevala
συνεργάτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spolupracovník, spoluúčastník, prispievateľ, prispievateľom, prispievateľa, Uploader, User
Στατιστικά δημοτικότητας: συνεργάτης
Τυχαίες λέξεις