Λέξη: σκιερός
Σχετικές λέξεις: σκιερός
σκιερόσ κήποσ, σκιερός συνώνυμο
Συνώνυμα: σκιερός
σκιώδης, ύπουλος, σκοτεινός
Μεταφράσεις: σκιερός
σκιερός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shady, umbrageous, bowery, shadowy, shaded
σκιερός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
umbrío, sombrío, tenebroso, umbrageous, exhuberante
σκιερός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schattig, fehlerverdächtig, umbrageous
σκιερός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
obscur, abstrus, ombragé, suspect, louche, ombrageux, umbrageous, ombrageuse
σκιερός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umbrageous
σκιερός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
com sombra, umbrageous, umbroso, sombrio, desconfiado
σκιερός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdachte, verdacht, lichtgeraakt, umbrageous
σκιερός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
теневой, тинистый, нечистый, жуликоватый, подозрительный, сомнительный, тенистый, нечистоплотный, плохой, тенистым
σκιερός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
umbrageous
σκιερός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lummiga
σκιερός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämäräperäinen, umbrageous
σκιερός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lyssky
σκιερός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
temný, stinný
σκιερός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciemny, cienisty, umbrageous
σκιερός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árnyas
σκιερός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şüpheli, gölgeli, Alıngan, gölgelik
σκιερός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тінистий, поганій, поганий, поганої, сумнівний, підозрілий, підозрілу, підозріла, підозріливий, підозрілого
σκιερός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sedërmadh, hije, me hije, i prekshëm
σκιερός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
докачлив, обидчив, сенчест
σκιερός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падазроны, падазроную
σκιερός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varjuline, varjukas
σκιερός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mračan, sjenovitih, nejasan, sjenovit, sumnjiv, uvredljiv
σκιερός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Shady
σκιερός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pavėsingas, Ēnains, Cienisty, įžeidus, Lengvai aizvainojams
σκιερός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ēnains, viegli aizvainojams
σκιερός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
umbrageous
σκιερός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umbros
σκιερός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Žaljivih, Sjenovit
σκιερός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pochybný, tienistý, tienisté