Licencier στα ελληνικά
Μετάφραση: licencier, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυρκαγιά, λασκάρω, πυροβολώ, φωτιά, εκπυρσοκρότηση, εκκρίνω, εκροή, απολύω, δημοσιεύω, άφεση, μετακομίζω, κυκλοφορώ, μολάρω, απολύσουν, απολύσει, να απολύσουν, να απολύσουν τους, απολύσουν τους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absorbés στα ελληνικά - απορροφάται, απορροφηθεί, απορροφώνται, που απορροφάται, απορροφήθηκε
- agrégat στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
- assurèrent στα ελληνικά - βέβαιος, εξασφαλισμένη, διαβεβαίωσε, εξασφαλισμένες, εξασφαλισμένης
- coagulons στα ελληνικά - οοβαυίβηε, οοβρυΐβηε, οοβςυίβηε, coagulans, ΒβοίΙΙυε
Τυχαίες λέξεις
Licencier στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυρκαγιά, λασκάρω, πυροβολώ, φωτιά, εκπυρσοκρότηση, εκκρίνω, εκροή, απολύω, δημοσιεύω, άφεση, μετακομίζω, κυκλοφορώ, μολάρω, απολύσουν, απολύσει, να απολύσουν, να απολύσουν τους, απολύσουν τους
Μεταφράσεις: πυρκαγιά, λασκάρω, πυροβολώ, φωτιά, εκπυρσοκρότηση, εκκρίνω, εκροή, απολύω, δημοσιεύω, άφεση, μετακομίζω, κυκλοφορώ, μολάρω, απολύσουν, απολύσει, να απολύσουν, να απολύσουν τους, απολύσουν τους