Λέξη: πράκτορας

Σχετικές λέξεις: πράκτορας

πράκτορας οπαπ, πράκτορασ λογισμικού, πράκτορασ τησ ευπ, πράκτορας στο τσακ, πράκτορας 007, πράκτορας του fbi αποκαλύπτει τα πέντε βήματα της εμπιστοσύνης, πράκτορας όσο, πράκτορας στοιχημάτων, πράκτορας της κυπ στην ηγεσία του κκε, πράκτορας υψηλής κομμωτικής

Συνώνυμα: πράκτορας

μέσο, παράγων, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, παράγοντας, μεσίτης, παράγοντας προστασίας, SPF, εκπρόσωπος, εντολοδόχος

Μεταφράσεις: πράκτορας

πράκτορας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
agent, factor, operator, an agent, agent of

πράκτορας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agente, reactivo, agente de, agentes, el agente, de agente

πράκτορας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
warenmakler, agens, agent, vertreter, wirkungsmittel, makler, Agent, Mittel, Vertreter, Agens

πράκτορας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mandataire, agent, représentant, facteur, intermédiaire, dépositaire, médiateur, courtier, réactif, agent de, l'agent, agents

πράκτορας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agente, sensale, agente di, dell'agente, l'agente, agent

πράκτορας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agente, corretor, agente de, anunciante, o anunciante, agentes

πράκτορας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
makelaar, vertegenwoordiger, agent, dealer, middel, agens, stof

πράκτορας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реактив, брокер, начальник, вещество, агент, фактор, комиссионер, деятель, филер, поверенный, средство, возбудитель, представитель, способ, посредник, маклер, агента, агентом

πράκτορας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
agent, agenten, middel, reisebyrå

πράκτορας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ombud, agent, mäklare, medel, medlet, agenten

πράκτορας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
agentti, välittäjä, edustaja, aineen, aine, ainetta, agent

πράκτορας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
repræsentant, agent, middel, stof, agenten

πράκτορας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostředek, agens, zástupce, zmocněnec, makléř, prostředník, jednatel, činidlo, zprostředkovatel, agent, činidlem

πράκτορας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czynnik, pełnomocnik, przedstawiciel, ajent, agent, pośrednik, odczynnik, preparat, środek

πράκτορας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatóanyag, ügynök, szer, szert, anyag, ágens

πράκτορας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komisyoncu, ajan, maddesi, ajanı, danışmanı, aracısı

πράκτορας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повірений, фактор, чинник, засіб, агентський, агент, агент зі

πράκτορας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
agjent, agjenti, agjent i, agjent të, agjenti i

πράκτορας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, агент, брокер, вещество

πράκτορας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агент

πράκτορας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegur, toimeaine, tegija, agent, aine, esindaja, ainet, ainega

πράκτορας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razlog, sredstvo, izvršilac, menadžer, uzročnik, agent, agens, sredstvo za, zastupnik

πράκτορας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erindreki, umboðsmaður, umboðsmanni, umboðsaðili, efni, efnið

πράκτορας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
procurator

πράκτορας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
agentas, tarpininkas, medžiaga, agento

πράκτορας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aģents, pārstāvis, līdzeklis, aģentu, aģenta

πράκτορας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
агент, агентот, агенс, застапник, агент за

πράκτορας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agent, agent de, agentul, agentului, de agent

πράκτορας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
agent, sredstvo, zastopnik, posrednik, sredstva

πράκτορας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprostredkovateľ, agent, zástupca, agenta, agentom

Στατιστικά δημοτικότητας: πράκτορας

Τυχαίες λέξεις