Licencieux στα ελληνικά
Μετάφραση: licencieux, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκφυλος, ομοφυλόφιλος, έκλυτος, χυδαίος, εύθυμος, χαρούμενος, ακόλαστος, αισχρός, άτακτος, φαιδρός, πόρνους, ελευθέριων, ακόλαστη, ελευθέριος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affectèrent στα ελληνικά - επιτηδευμένος
- châtiment στα ελληνικά - πρόστιμο, εκδίκηση, ποινή, τιμωρία, κύρωση, πόνος, τιμωρίας, ...
- collectivisme στα ελληνικά - κολλεκτιβισμός, κολεκτιβισμός, κολεκτιβισμού, κολεκτιβισμό, ο κολεκτιβισμός
Τυχαίες λέξεις
Licencieux στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκφυλος, ομοφυλόφιλος, έκλυτος, χυδαίος, εύθυμος, χαρούμενος, ακόλαστος, αισχρός, άτακτος, φαιδρός, πόρνους, ελευθέριων, ακόλαστη, ελευθέριος
Μεταφράσεις: έκφυλος, ομοφυλόφιλος, έκλυτος, χυδαίος, εύθυμος, χαρούμενος, ακόλαστος, αισχρός, άτακτος, φαιδρός, πόρνους, ελευθέριων, ακόλαστη, ελευθέριος