Λέξη: τουρίστας

Σχετικές λέξεις: τουρίστας

επαγγελματίας τουρίστας, ο τουρίστασ, τουρίστας ορισμός, τουρίστας travel, αλβανός τουρίστας, τουρίστας στην αθήνα, τουρίστας βιντεοσκόπησε το ατύχημα του σούμι, τουρίστασ συνώνυμο, γερμανόσ τουρίστασ, κορεάτης τουρίστας

Συνώνυμα: τουρίστας

περιηγητής

Μεταφράσεις: τουρίστας

τουρίστας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tourist, a tourist, tourists

τουρίστας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
turista, turístico, turística, turismo, turistas

τουρίστας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tourist, touristin, Tourist, Touristen, touristischen, touristische

τουρίστας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
touriste, touristique, vacancier, Tourisme, touristiques, de Tourisme

τουρίστας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
turista, escursionista, turistica, turistico, turistiche, Tourist

τουρίστας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excursão, turista, turístico, turística, turísticas, turistas

τουρίστας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toerist, toeristische, toeristisch, toeristen, toeristenbelasting

τουρίστας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
путешественник, экскурсант, турист, интурист, туристический, туристов, туристическая, туристическом

τουρίστας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
turist, turister, turistmål

τουρίστας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
turist, turistinformation, turister, turist-

τουρίστας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matkalainen, matkaaja, matkailija, turisti, turistivero, matkailualan, tourist, matkailun

τουρίστας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
feriegæst, turist, turistinformation, turistområde, turister

τουρίστας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
turista, turistický, turistické, turistická, turistickou

τουρίστας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
turysta, turystyczny, turystyczny w, turystycznej, turystycznych

τουρίστας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
természetjáró, turista, turisztikai, idegenforgalmi, turisták, turistainformációkat

τουρίστας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
turist, turistik, turizm

τουρίστας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мандрівник, турист, подорожам, туристичний, туристичне

τουρίστας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turist, turistik, Turistike, turizmit, turistik i

τουρίστας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
турист, туристически, туристическа, туристическия, туристическо

τουρίστας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
турыстычны

τουρίστας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
turist, turismi, turismiatraktsioonide, turistide

τουρίστας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
turista, turist, izletnik, putnik, turistička, turistički, turističko, turističkom, turističkog

τουρίστας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferðamaður, Tourist, ferðamanna, ferðaþjónusta, ferðamenn

τουρίστας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turistas, turistinis, turizmo, turistų, turistams

τουρίστας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tūrists, tūristu, tūrisma, ar tūristu, saistīta ar tūristu

τουρίστας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
туристички, туристичка, туристичките, туристичката, туристичко

τουρίστας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
turist, un turist, turistic, turistică, turistice

τουρίστας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
turista, turistka, Turistična, turistično, turistične, turistični, turističnih

τουρίστας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
turistický, turista, turistka, turistické
Τυχαίες λέξεις