Liquident στα ελληνικά
Μετάφραση: liquident, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afferma στα ελληνικά - μισθωμένο, μισθωμένων, μισθωμένα, μισθωμένες, μισθωμένου
- allégés στα ελληνικά - Ελαφρύ, Ελαφριά, ελαφρύς, Lightweight, ελαφρού βάρους
- apparat στα ελληνικά - επιδαψίλευση, μεγαλείο, δόξα, πομπή, φαντασμαγορία, η φαντασμαγορία, pageantry, ...
- chic στα ελληνικά - τετραπέρατος, κομψός, στύλος, πανέξυπνος, ύφος, φιλάρεσκος, εκλεπτυσμένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Liquident στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Μεταφράσεις: ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση