Λέξη: ακούσιος

Σχετικές λέξεις: ακούσιος

ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, εκούσιος ετυμολογία

Συνώνυμα: ακούσιος

αντίπαθων, αντανακλαστικός, αντανακλώμενος, απρόθυμος

Μεταφράσεις: ακούσιος

ακούσιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
involuntary, unintentional, unintended, loath, unwilling

ακούσιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
involuntario, involuntaria, involuntarios, involuntarias, involuntariamente

ακούσιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unwillkürlich, unfreiwillig, unfreiwillige, unwillkürliche, unfreiwilligen, unwillkürlichen

ακούσιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réflexe, involontaire, instinctif, involontaires, non volontaire, involontairement, forcée

ακούσιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
involontario, involontaria, involontari, involontarie, involontariamente

ακούσιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
involuntário, involuntária, involuntários, involuntárias, involuntary

ακούσιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onwillekeurig, onvrijwillige, onvrijwillig, onwillekeurige, gedwongen

ακούσιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непроизвольный, несвободный, невоенный, безотчетный, ненамеренный, самопроизвольный, невольный, непроизвольное, невольным, невольное

ακούσιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ufrivillig, ufrivillige, tvangs, tvungen

ακούσιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ofrivillig, ofrivilligt, ofrivilliga, oavsiktlig, tvångs

ακούσιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tahaton, tahattomat, tahattomien, tahatonta

ακούσιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ufrivillig, ufrivillige, ufrivilligt, uforskyldt, utilsigtet

ακούσιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mimovolný, neúmyslný, bezděčný, nedobrovolný, nedobrovolné, nedobrovolná, mimovolní, nedobrovolnou

ακούσιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mimowolny, bezwolny, niedobrowolny, nieumyślny, odruchowy, mimowolne, niedobrowolnego

ακούσιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önkéntelen, akaratlan, kényszerű, nem szándékos, nem önkéntes

ακούσιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istemsiz, istem dışı, gönülsüz, zorunlu, istemdışı

ακούσιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мимовільно, мимовільний

ακούσιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pavullnetshëm, pavullnetshme, e pavullnetshme, i pavullnetshëm, padëshiruar

ακούσιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неволен, принудително, неволно, неволеви, недоброволно

ακούσιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міжвольны

ακούσιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sunniviisiline, tahtmatu, tahtmatud, mittevabatahtliku, tahtmatult, tahtest olenematu

ακούσιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nenamjeran, nehotičan, prisilno, nedobrovoljno, prisilni

ακούσιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ósjálfráðar, óbeinar, ósjálfráður, ósjálfráð, ósjálfráðum

ακούσιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nevalingas, priverstinis, nevalingi, netyčinis, nesavanoriškas

ακούσιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
netīšs, nevilšs, piespiedu, patvaļīgas, neapzinātas

ακούσιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
присилно, несакајќи, неволни, присилна, присилното

ακούσιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
involuntar, involuntară, involuntare, involuntara, nevoluntar

ακούσιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neprostovoljno, neprostovoljne, neprostovoljna, nehoteno, neprostovoljnega

ακούσιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedobrovoľný, nedobrovoľne, monopolného, nedobrovoľným, nedobrovoľné
Τυχαίες λέξεις