Λέξη: καλλιεργώ

Σχετικές λέξεις: καλλιεργώ

καλλιεργώ φασόλια, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ αρακά, καλλιεργώ λαχανικά φρούτα αρωματικά φυτά, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ πατάτες, καλλιεργώ φασολάκια, καλλιεργώ καρότα, καλλιεργώ ντομάτες, καλλιεργώ πράσινα φασολάκια

Συνώνυμα: καλλιεργώ

αναφαίνομαι, δρέπω, θερίζω, περικόπτω, βοσκώ, αυξάνομαι, φύομαι, αυξάνω, γίνομαι, φυτρώνω, οργώνω, τρέφω, ανατρέφω

Μεταφράσεις: καλλιεργώ

καλλιεργώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nourish, cultivate, grow, nurture, to cultivate

καλλιεργώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sustentar, nutrir, cultivar, beneficiar, alimentar, crecer, creciendo, crecerá, crezca

καλλιεργώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ernähren, wachsen, zu wachsen, wächst, werden

καλλιεργώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alimenter, nourrissez, nourrissons, soutenir, cultivons, allaiter, nourrir, élever, cultivez, sustenter, cultivent, nourrissent, entretenir, cultiver, nourris, dégauchir, croître, grandir, augmenter, se développer

καλλιεργώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alimentare, nutrire, crescere, coltivare, crescita, crescerà, svilupparsi

καλλιεργώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sustentar, substantivo, lavrar, cultive, alimentar, granjear, nutrir, cultivar, crescer, crescem, cresça, aumentar, crescerá

καλλιεργώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voeden, bewerken, bebouwen, kweken, grootbrengen, groeien, telen, te groeien, groeit, laten groeien

καλλιεργώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подкармливать, обделать, взращивать, отделывать, возделать, окультуривать, обрабатывать, питать, разделать, изощрять, удобрять, возделывать, обделывать, обработать, прокормить, разделывать, расти, растут, вырасти, выращивать, вырастить

καλλιεργώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ernære, kultivere, vokse, vokser, å vokse, blir, øke

καλλιεργώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bruka, nära, växa, växer, öka, att växa, odla

καλλιεργώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viljellä, elättää, kehittää, ravita, muokata, harjoittaa, jalostaa, kasvaa, kasvavan, kasvavat, kasvamaan, kasvuaan

καλλιεργώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fodre, nære, vokse, vokser, dyrke, at vokse, bliver

καλλιεργώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pěstovat, obdělávat, živit, kojit, vyživovat, vzdělávat, vypěstovat, růst, rostou, roste, růstu

καλλιεργώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żywić, karmić, odżywiać, kultywować, podtrzymywać, uprawiać, nakarmić, hodować, rosnąć, rosną, rozwijać, rośnie, wzrost

καλλιεργώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nő, növekszik, növekedni, nőnek, nőni

καλλιεργώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beslemek, büyümek, büyümeye, büyür, büyüyecek, büyümesini

καλλιεργώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
живити, обробіть, розвивати, удобрювати, кормити, плекати, обробляти, годувати, зростати, рости, зростатиме, зростатимуть

καλλιεργώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrit, rriten, rritet, të rritet, të rriten, rritur

καλλιεργώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одобрят, растат, расте, нарасне, нараства, растеж

καλλιεργώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гадаваць, абрабiць, расці, расьці, гадуй

καλλιεργώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasvatama, kultiveerima, harima, toitma, hellitama, kasvama, kasvada, kasvab, kasvavad, kasvatada

καλλιεργώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hraniti, njegovati, gajiti, rasti, rastu, raste, rast, narasti

καλλιεργώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
næra, vaxa, að vaxa, vaxið, aukast, vaxi

καλλιεργώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
colo, alo

καλλιεργώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dirbti, augti, auga, auginti, išaugti, didėti

καλλιεργώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augt, pieaugs, pieaugt, aug, audzēt

καλλιεργώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
расте, растат, порасне, прерасне, се зголеми

καλλιεργώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cultiva, crește, crească, cresc, creasca, să crească

καλλιεργώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hraniti, obdelovati, rastejo, raste, narašča, rast, rasla

καλλιεργώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rast, rastu, rásť, nárast
Τυχαίες λέξεις