Mâcher στα ελληνικά

Μετάφραση: mâcher, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μασώ, σαγόνι, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
Mâcher στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abêtissant στα ελληνικά - stultifying, αποχαυνωτική, αποχαύνωσης
  • accomplit στα ελληνικά - επιτυγχάνει, πραγματοποιεί, ολοκληρώνει, καταφέρνει, πετυχαίνει
  • blancheur στα ελληνικά - λευκό, άσπρος, λευκός, λευκότητα, λευκότητας, της λευκότητας, λευκάδας, ...
Τυχαίες λέξεις
Mâcher στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μασώ, σαγόνι, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν