Μασώ στα γαλλικά

Μετάφραση: μασώ, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mastiquer, mâcher, mâchent, chiquer, mâchement, mâchons, remâcher, mâchez, mastication, ruminer, masticate, de mastiquer
Μασώ στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μασώ

μασώ λεξικό γλώσσας γαλλικά, μασώ στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • μαστιγώνω στα γαλλικά - flageller, rosser, fouetter, fustiger, fouailler, couper, fouet, ...
  • μαστροπός στα γαλλικά - maquereau, souteneur, proxénète, pimp, mac
  • ματαιοδοξία στα γαλλικά - vanité, futilité, fatuité, néant, présomption, suffisance, prétention, ...
  • ματαιόδοξος στα γαλλικά - infructueux, suffisant, futile, fat, vain, stérile, glorieux, ...
Τυχαίες λέξεις
Μασώ στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: mastiquer, mâcher, mâchent, chiquer, mâchement, mâchons, remâcher, mâchez, mastication, ruminer, masticate, de mastiquer