Nourrice στα ελληνικά
Μετάφραση: nourrice, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apparentent στα ελληνικά - συνδέω, παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων
- avise στα ελληνικά - συμβουλεύει, συνιστά, συμβουλές, παρέχει συμβουλές, συμβουλεύει τους
- brillent στα ελληνικά - απαστράπτω, λάμψη, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει
Τυχαίες λέξεις
Nourrice στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα