Λέξη: κόπωση
Σχετικές λέξεις: κόπωση
κόπωση συμπτώματα, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση και δέκατα, κόπωση υλικών, κόπωση και υπνηλία, κόπωση στα πόδια, κόπωση αδυναμία, κόπωση μετάλλων
Συνώνυμα: κόπωση
κούραση, ανιαρότης, ανιαρότητα
Μεταφράσεις: κόπωση
κόπωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fatigue, tiredness, weariness, tired
κόπωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fatiga, aburrimiento, hastío, lasitud, fatigar, cansancio, el cansancio, la fatiga
κόπωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ermüden, müdigkeit, erschöpfen, erschöpfung, ermattung, ermüdung, Müdigkeit, Ermüdung, Mattigkeit, Überdruss
κόπωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lassitude, courbature, fatigue, ennui, épuisement, harasser, lasser, briser, fatiguer, abattement, la fatigue, la lassitude
κόπωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fatica, stanchezza, sfinitezza, la stanchezza, spossatezza, di stanchezza
κόπωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fatiga, cansaço, pai, estafar, fatigar, pneumático, cansar, fadiga, o cansaço, desgaste, exaustão
κόπωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermoeidheid, afjakkeren, afbeulen, moeheid, afmatten, vermoeienis, afmatting, verveling
κόπωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истомить, переутомлять, утомленность, утомление, усталь, изнеможение, утомить, утомлять, скука, усталость, апатичность, истомлять, истомиться, утомительность, заездить, утомиться, усталости, усталостью
κόπωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tretthet, trettheten, trett, trøtthet, tretter
κόπωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strapats, trötta, trötthet, tröttheten, weariness, av trötthet
κόπωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uupumus, uuvuttaa, väsymys, väsyttää, väsyä, väsymystä, väsymyksen, uupumusta, weariness
κόπωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
træthed, træt, trætheden, udmattelse
κόπωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obtěžovat, nudnost, malátnost, unavovat, unavit, vyčerpanost, únava, zemdlelost, unavenost, únavu, únavy, zemdlení
κόπωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrudzenie, znużenie, fatyga, znudzenie, męka, trud, nużyć, zmęczenie, omdlałość, nuda, zmęczenia, znużenia, weariness
κόπωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
unalom, kifáradás, fáradság, elfáradás, strapa, fáradtság, kimerültség, fáradtságot, a fáradtság, fáradt
κόπωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yormak, yorgunluk, yorgunluğu, bitkinlik, bıkkınlık, bezginlik
κόπωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нудно, стомитися, стомити, стомлено, утома, утомилось, стомлювати, устало, нудьгуючий, утомливо, втома, втому, утому
κόπωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lodhje, tepërt, lodhja, lodhëm, këputje
κόπωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умора, умората, отпадналост, изтощение
κόπωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стомленасць, стома, стому, стомленасьць
κόπωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toimkond, kurnama, väsima, väsimus, väsinult, kurnatult, väsimust, roidumus, väsimuse, tülpimus
κόπωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosada, klonulost, zamor, umor, zamoriti, umora, umara
κόπωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þreyta, þreytu, þreytu þegar, húðútbrot
κόπωση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
labor, taedium
κόπωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuovargis, nuovargio jausmas, nuvarginsi, jas nuvarginsi, nuobodumas
κόπωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nogurums, nogurumu, nespēks, apnikums
κόπωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
досада, истоштеност, заморот, замореноста, измореноста
κόπωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oboseală, oboseala, oboselii, de oboseală, osteneala
κόπωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
utrujenost, preutrujenosti, utrujenosti, občutek utrujenosti
κόπωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
unavenosť, únava, únavu, únavy
Στατιστικά δημοτικότητας: κόπωση
Τυχαίες λέξεις