Λέξη: τρόπος

Σχετικές λέξεις: τρόπος

τρόπος του λέγειν, τρόπος υπολογισμού μορίων, τρόπος πληρωμής δικαστικών αντιπροσώπων, τρόπος υπολογισμού εφάπαξ, τρόπος αξιολόγησης προγράμματος επικοινωνίας, τρόπος παρασκευής ξυδιού, τρόπος εξόφλησης δαπανών άνω των 500 00 ευρώ από την 1.1.2014 και μετά, τρόπος συνώνυμο, τρόπος επαναφοράς των windows 7 σε προηγούμενη κατάσταση, τρόπος ανάπτυξης παραγράφου

Συνώνυμα: τρόπος

δρόμος, διαδρομή, οδός, μέσο, πέρασμα, μορφή, φόρμα, έντυπο υπόδειγμα, τύπος, σχήμα, ύφος, ήθος, συρμός, μόδα, σώφρονας, στυλ, λεκτικό, γραφή

Μεταφράσεις: τρόπος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
manner, way, mode, form, way of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dirección, vía, manera, modo, estilo, camino, moda, forma, manera de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
methode, führungsbahn, weg, art, manie, straße, weise, verhalten, bahn, gang, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
route, espèce, tenue, type, voie, genre, usage, manière, chemin, procédé, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
foggia, maniera, moda, voga, modo, fare, senso, direzione, cammino, strada, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humanidade, costume, forma, cera, encerar, mude, modo, moda, estrada, maneira, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijs, wijze, gebruik, trant, gewoonte, manier, mode, modus, usance, weg, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шик, нравы, почерк, средство, манер, пошиб, жанр, особенность, стиль, обхождение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
retning, vis, måte, vei, måten, veien, slik
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
väg, vis, sätt, sättet, vägen, hur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kulku, suunta, käytöstavat, metodi, tapa, muoto, tyyli, rata, muoti, väylä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vej, måde, facon, maner, sædvane, vejen, måde at
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trať, obor, styl, názor, obyčej, zvyk, dráha, cesta, silnice, metoda, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kierunek, przejście, ogłada, zwyczaj, droga, trasa, sposób, rodzaj, obyczaj, właściwość, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
módszer, út, módon, módja, utat, úton
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yol, usul, tavır, şekil, tarz, yolu, yoldur, yoludur, bir yoldur
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вощений, манекени, соскоподібний, восковою, воскової, спосіб, метод, засіб
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrugë, mënyrë, mënyra, mënyrë e, mënyrë për, rruga
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
път, начин, така, пътя
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спосаб
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
komme, laad, viis, tee, viisil, moel, teed
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stav, vođica, tok, put, ka, vladanje, ponašanje, manira, običaj, način, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leið, framkoma, máti, háttur, fasi, vegur, leiðin, leið til, leiðin til
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ratio, mos, via, modus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maniera, būdas, būdu, kelias, taip, būdų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
metode, paņēmiens, maniere, veids, ceļš, veidā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
начин, пат, патот, начинот, начинот на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fel, mod, cale, drum, modalitate de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
silnice, cesta, metoda, način, pot, smer, tako
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spôsob, cesta, dráha, chovaní, cestu, cesty

Στατιστικά δημοτικότητας: τρόπος

Τυχαίες λέξεις