Occupant στα ελληνικά

Μετάφραση: occupant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, κάτοχος, κάτοικος, επαγγελματικός, ένοικος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο
Occupant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asthmatique στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
  • cairn στα ελληνικά - σωρός από πέτρες, Cairn, τύμβων, τύμβου στο, τύμβου
  • calmés στα ελληνικά - ηρέμησε, ηρεμήσει, καταλαγιάσει, ηρέμησαν, ηρεμεί
  • chérubin στα ελληνικά - χερουβείμ, αγγελούδι, χερούβ, χερουβ, cherub
Τυχαίες λέξεις
Occupant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, κάτοχος, κάτοικος, επαγγελματικός, ένοικος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο