Λέξη: ξέγνοιαστος

Σχετικές λέξεις: ξέγνοιαστος

ξέγνοιαστοσ συνώνυμα, ξέγνοιαστος στα αγγλικά, ξέγνοιαστος αγγλικά, ξέγνοιαστος καβαλάρης

Μεταφράσεις: ξέγνοιαστος

ξέγνοιαστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
casual, carefree, lighthearted

ξέγνοιαστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despreocupado, casual, ocasional, fortuito, eventual, accidental, alegre, desenfadada, ligera, alegres

ξέγνοιαστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sorgenfrei, nonchalant, sorglos, unbesorgt, alltäglich, zufällig, sportlich, sorgenlos, beiläufig, gelegentlich, unbe, fröhlichen, fröhliche, unbeschwert, unbeschwerte

ξέγνοιαστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adventice, désinvolte, occasionnel, fortuit, insouciant, familier, contingent, véniel, vulgaire, banal, dégagé, libre, aisé, ouvrable, ordinaire, accidentel, léger, enjouée, gai, gaie, enjoué

ξέγνοιαστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fortuito, accidentale, comune, casuale, occasionale, spensierato, allegro, spensierati, spensierata, lighthearted

ξέγνοιαστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vulgar, comum, ordinário, alegre, ligeiro, despreocupado, leve, lighthearted

ξέγνοιαστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grof, alledaags, ordinair, toevallig, plat, vulgair, gewoon, incidenteel, luchthartige, luchthartig, lighthearted, lichtvoetige, lichtvoetig

ξέγνοιαστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
случайный, беззаботный, внеплановый, обыденный, непреднамеренный, нерегулярный, беспечный, временный, нечаянный, раздольный, непринужденный, небрежный, вольготный, беззаботным, стеснения, беззаботное, беззаботная

ξέγνοιαστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilfeldig, muntre, munter, lighthearted, sorgløs, mer sorgløs

ξέγνοιαστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillfällig, slumpvis, vanlig, sorglös, lighthearted, lättsam, lättsinnade, sinnade, lättsamma

ξέγνοιαστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jokapäiväinen, satunnainen, puolivillainen, arkinen, odottamaton, huoleton, luonnollinen, hilpeä, lighthearted, iloisempiin

ξέγνοιαστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilfældig, munter, spøg, spøgefuld, let om hjertet, lighthearted

ξέγνοιαστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
všední, bezstarostný, občasný, nahodilý, nenucený, náhodný, příležitostný, veselý, bezstarostná, lighthearted, lehkovážná

ξέγνοιαστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
beztroski, luźny, przygodny, swobodny, zwykły, przyczynowy, przypadkowy, dorywczy, niefrasobliwy, powszedni, doraźny, niezobowiązujący, Komfortowy, beztroska, lekkim, lighthearted, beztroską

ξέγνοιαστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utcai, hétköznapi, könnyed, vidám, szívvel, gondtalan

ξέγνοιαστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaygısız, tasasız, lighthearted, neşeli, tasasız bir

ξέγνοιαστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недбалий, випадковий, безтурботний, безжурний, безтурботна, безтурботне

ξέγνοιαστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lighthearted

ξέγνοιαστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безгрижни, безгрижен, лекомислен, безгрижно

ξέγνοιαστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бесклапотны, бестурботны, бесклапотнае, бестурботнасць і весялосць

ξέγνοιαστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muretu, pealiskaudne, põgus, lighthearted

ξέγνοιαστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezbrižan, slučajan, povremen, vedar, lighthearted, laka srca, raspoložen

ξέγνοιαστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lighthearted

ξέγνοιαστος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fortuitus

ξέγνοιαστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
linksmas, patogūs, nerūpestingumą

ξέγνοιαστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drastisks, lighthearted, bija drastisks

ξέγνοιαστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
lighthearted

ξέγνοιαστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inima usoara, lighthearted, de inima usoara, cu inima usoara, de griji

ξέγνοιαστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ležérní, Vesel

ξέγνοιαστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezstarostný, veselý, veselá
Τυχαίες λέξεις