Λέξη: κατάδικος
Σχετικές λέξεις: κατάδικος
κατάδικος μου αθηνόραμα, καταδικός μου, κατάδικος ανδρέας ονουφρίου, κατάδικος σου, κατάδικοσ στίχοι, καταδικός μου ραντου, κατάδικος μου εισητηρια, κατάδικοσ θεοτόκη, κατάδικος θεοτόκης, κατάδικος μου εισιτήρια
Μεταφράσεις: κατάδικος
κατάδικος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
convict, prisoner, sentenced person, offender, con
κατάδικος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
presidiario, convicto, condenado, condenar, convict
κατάδικος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sträfling, zuchthäusler, Sträfling, Verurteilte, Sträflings, convict, Verurteilten
κατάδικος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incriminer, prisonnier, forçat, convaincre, détenu, condamnée, condamné, galérien, bagnard, condamner, convict
κατάδικος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
detenuto, carcerato, galeotto, condannato, forzato
κατάδικος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
presidiário, condenado, convict, preso, prisioneiro
κατάδικος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veroordelen, dwangarbeider, veroordeelde, gevangene, veroordeel
κατάδικος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
каторжанин, осудить, засудить, зэк, каторжник, заключенный, осуждать, ссыльный, заключённый, узник, осужденный, осужденного, арестант
κατάδικος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fange, fangen, straffeleirer, innsatt, straffangen
κατάδικος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevisa, överbevisa, ånge, straffånge, fånge, detta straffånge, straffångar
κατάδικος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
konna, rangaistusvanki, vanki, tuomittu, tuomitsemiseen, tuomita, convict
κατάδικος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
straffefange, fange, fangen, straffefanger, dømte
κατάδικος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odsoudit, usvědčit, vězeň, odsouzený, odsouzenec, trestanec
κατάδικος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skazaniec, skazać, udowadniać, kajdaniarz, udowodnić, więzień, aresztant, skazywać, przekonywać, obwinić, skazańcem
κατάδικος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fegyenc, elítélt, elítéltet, fegyencet
κατάδικος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hükümlü, mahkum, suçlu, mahkûm, bir mahkum
κατάδικος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
в'язень, засуджений, засудити, засуджувати, засудженого, засуджена
κατάδικος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dënuar, dënuari, dënuar, I dënuari, dënuarit
κατάδικος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
затворник, осъден, каторжник, осъдения, престъпник
κατάδικος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асуджаны
κατάδικος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vang, süüdimõistetu, sunnitöölistest, sunnitöölisega
κατάδικος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
optuženi, osuđenik, zatvorenik, robijaš, osuđeniku, osuđenika
κατάδικος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sakfella
κατάδικος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arguo
κατάδικος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalinys, nuteistasis, nuteistajam, nuteistojo, nuteisti
κατάδικος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
notiesātais, notiesātajam, notiesātajiem, notiesātā, notiesātu
κατάδικος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осуденик, осуденикот, осудениот, осуденото лице, осуденото
κατάδικος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
condamnat, deținut, pușcăriaș, condamnatului, detinut
κατάδικος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obsojenec, obsojenca, obsojencu, kaznjenec
κατάδικος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odsúdiť, odsúdenie, odsudzovať, odsúdili, odsúdení
Τυχαίες λέξεις