Originel στα ελληνικά

Μετάφραση: originel, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωταρχικός, ιθαγενής, γηγενής, πρωτότυπος, προϊστορικός, γνήσιος, πρώτος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού
Originel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accroître στα ελληνικά - μεγαλοποιώ, διαστέλλω, αύξηση, φουσκώνω, διευρύνω, μεγεθύνω, προστίθεμαι, ...
  • aider στα ελληνικά - βοήθεια, βοήθημα, υποστηρίζω, υποστήριγμα, συμπαράσταση, βοηθός, ενισχύω, ...
  • arrogé στα ελληνικά - διεκδικήσαμε, σφετερίστηκε, οικειοποιηθεί, σφαίρα σφετερίστηκε
  • cambrant στα ελληνικά - αψίδα, κύρτωση, κάμψεως, σχηματίζοντας αψίδα, καμπούριασμα
Τυχαίες λέξεις
Originel στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωταρχικός, ιθαγενής, γηγενής, πρωτότυπος, προϊστορικός, γνήσιος, πρώτος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού