Λέξη: σάλτσα

Σχετικές λέξεις: σάλτσα

σάλτσα καρμπονάρα, σάλτσα με τόνο, σάλτσα για πίτσα, σάλτσα ντομάτας, σάλτσα με γαρίδες, σάλτσα φράουλας, σάλτσα πέστο, σάλτσα κορυδαλλός, σάλτσα για μακαρόνια, σάλτσα μουστάρδας, μακαρόνια με σάλτσα, κόκκινη σάλτσα, γλυκόξινη σάλτσα

Συνώνυμα: σάλτσα

ευχαρίστηση μη αναμενομένη, αυθάδεια, επίδεση, καρύκευμα, άρτυμα

Μεταφράσεις: σάλτσα

σάλτσα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gravy, sauce, dressing

σάλτσα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salsa, salsa de, la salsa, la salsa de, de salsa

σάλτσα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bratensoße, jus, soße, Sauce, Soße

σάλτσα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jus, sauce, la sauce, de sauce, sauce à, une sauce

σάλτσα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salsa, intingolo, salsa di, sugo, la salsa, sugo di

σάλτσα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gravidade, molho, tempero, molho de, sauce, o molho

σάλτσα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jus, sop, saus, saus van, sauce, sauzen

σάλτσα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взятка, подливка, соус, соусом, соуса, соусе, соусом из

σάλτσα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
saus, sausen, sauce

σάλτσα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sås, såsen, sauce

σάλτσα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liemi, raha, kastike, kastiketta, sauce, kera

σάλτσα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sauce, sovs, saucen

σάλτσα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šťáva, omáčka, omáčkou, omáčky, saucy, omáčce

σάλτσα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okrasa, sos, okraszenie, sosem, sosie, sosu, sauce

σάλτσα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
húslé, szósz, mártás, mártással, szósszal, öntettel

σάλτσα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sos, sosu, soslu, sauce, sos ile

σάλτσα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
соус

σάλτσα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
salcë, prevede, salcë e, marmelatë, sos

σάλτσα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подливка, сос, сос от, соса, сосове

σάλτσα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
соус, падліўка, падліўку, соўс

σάλτσα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hõlptulu, lihakaste, kaste, kastmes, kastmega, kastme, kastet

σάλτσα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sos, umak, umak od, umaku, umaku od

σάλτσα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sósu, sósa

σάλτσα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padažas, padažu, padažo, padaže, sauce

σάλτσα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērce, mērci, mērcē, mērces

σάλτσα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сос, сосот, сос од, сос за

σάλτσα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sos, sos de, sosul, sosul de, de sos

σάλτσα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
omaka, omako, sauce, omake, sos

σάλτσα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
omáčka, omáčkou

Στατιστικά δημοτικότητας: σάλτσα

Τυχαίες λέξεις