Λέξη: αναισθησία

Σχετικές λέξεις: αναισθησία

αναισθησία τύπου σέλας, αναισθησία με μέθη, αναισθησία σε παιδιά, αναισθησία και εγκυμοσύνη, αναισθησία κίνδυνοι, αναισθησία σκύλου, αναισθησία δοντιού, αναισθησία επιπλοκές, αναισθησία ρητά, αναισθησία ετυμολογία

Συνώνυμα: αναισθησία

απάθεια, παραλογισμός, ωμότης, ωμότητα

Μεταφράσεις: αναισθησία

αναισθησία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unconsciousness, anesthesia, insensitivity, anesthetic, anesthesia is

αναισθησία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inconsciencia, anestesia, la anestesia, de anestesia

αναισθησία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besinnungslosigkeit, bewusstlosigkeit, Anästhesie, Narkose, Betäubung

αναισθησία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inconscience, anesthésie, l'anesthésie, une anesthésie, d'anesthésie

αναισθησία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anestesia, l'anestesia, dell'anestesia, di anestesia, un'anestesia

αναισθησία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anestesia, a anestesia, de anestesia, da anestesia, anestésica

αναισθησία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anesthesie, verdoving, narcose, de anesthesie, anaesthesie

αναισθησία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
забытье, беспамятство, бесчувственность, подсознание, анестезия, анестезии, наркоз, обезболивание, анестезию

αναισθησία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anestesi, bedøvelse, narkose

αναισθησία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anestesi, narkos, bedövning

αναισθησία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nukutus, anestesian, anestesia, anestesiaa, anestesiassa

αναισθησία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anæstesi, bedøvelse, bedøvelsen, anæstesiapparater, narkose

αναισθησία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezvědomí, neuvědomělost, anestézie, anestezie, anestezii, anestézii, znecitlivění

αναισθησία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niepamięć, nieprzytomność, nieświadomość, znieczulenie, narkoza, znieczulenia, znieczuleniu, anestezja

αναισθησία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érzéstelenítés, anesztézia, altatás, érzéstelenítésben, anaesthesia

αναισθησία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anestezi, anestezisi, anestezinin, anestezi ve

αναισθησία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анестезія

αναισθησία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anestezi, Anestezia, anestezi e, anestezi të, anestezisë

αναισθησία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анестезия, упойка, анестезията, на анестезия

αναισθησία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
анестэзія, анестэзіі

αναισθησία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teadmatus, anesteesia, narkoos, anesteesiat, narkoosi, tuimastuseta

αναισθησία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nesvjesticu, anestezija, anestezije, anesteziju, anesthesia, anesteziji

αναισθησία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svæfing, svæfingu, svæfingar, deyfing, deyfingu Meðferð með

αναισθησία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anestezija, anestezijos, nejautra, anesteziją, narkozės

αναισθησία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
anestēzija, anestēzijas, anestēziju, narkoze, anestezioloģija

αναισθησία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
анестезија, анестезијата, на анестезија, за анестезија

αναισθησία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anestezie, anesteziei, anestezia, de anestezie, anestezie de

αναισθησία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anestezija, anestezijo, anesteziji, anestezije, anestezijski

αναισθησία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
anestézie, anestézia, anestézii, anestézy, anestetík

Στατιστικά δημοτικότητας: αναισθησία

Τυχαίες λέξεις