Ourlet στα ελληνικά
Μετάφραση: ourlet, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνορο, ούγια, μεταίχμιο, ρέλι, μεθόριος, περιστόμιο, στεφάνη, άκρη, χείλος, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abandonnâmes στα ελληνικά - εγκατέλειψε, έδωσε μέχρι, εγκατέλειψαν, παραιτήθηκε από, εγκατέλειψε την
- acquérons στα ελληνικά - αποκτώ, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει
- aidée στα ελληνικά - βοήθησε, βοήθησαν, βοηθήσει, συνέβαλε, συνέβαλαν
- attendrissent στα ελληνικά - μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Τυχαίες λέξεις
Ourlet στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνορο, ούγια, μεταίχμιο, ρέλι, μεθόριος, περιστόμιο, στεφάνη, άκρη, χείλος, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος
Μεταφράσεις: σύνορο, ούγια, μεταίχμιο, ρέλι, μεθόριος, περιστόμιο, στεφάνη, άκρη, χείλος, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος