Λέξη: μύηση
Σχετικές λέξεις: μύηση
μύηση ρέικι, μύηση στη μασονία, μύηση λεξικό, μύηση συνωνυμα, μύηση στο ονείρεμα, μύηση in english, μύηση καστοριά, μύηση ανθρώπινη και ηλιακή, μύηση ετυμολογία, μύηση στον τεκτονισμό
Συνώνυμα: μύηση
μυστικότητα, μυστικότης, εσαγωγή, κατήχηση
Μεταφράσεις: μύηση
μύηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
initiation, initiation into, initiation is
μύηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
iniciación, inicio, la iniciación, de iniciación, iniciar
μύηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eröffnung, initiation, initiierung, anstoß, einweihung, einführung, gründung, einleitung, aufnahme, Einleitung, Initiation, Initiierung, Beginn, Initiations
μύηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
institution, fondation, introduction, initiation, mise, ouverture, l'initiation, début, lancement
μύηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
iniziazione, apertura, avvio, inizio, dell'iniziazione
μύηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
iniciação, início, de iniciação, abertura, o início
μύηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inwijding, inleiding, initiatie, aanvang, start
μύηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вступление, начало, основание, посвящение, учреждение, введение, инициирование, инициации, инициация, инициирования
μύηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innledning, initiering, innvielse, innvielsen, oppstart, start
μύηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
initiering, inledande, inledandet, inled, inletts
μύηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perustus, perustaminen, aloittamista, vireillepanosta, vireillepanoa, aloittamisesta, aloittamisen
μύηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indledning, initiering, indledningen, indledningsmeddelelsen, indledt
μύηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zasvěcení, uvedení, obeznámení, založení, zahájení, iniciace, iniciační, iniciaci
μύηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wtajemniczenie, wszczęcie, wkładanie, wtajemniczanie, wprowadzenie, zapoczątkowanie, inicjacja, początek
μύηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bevezetés, beavatás, kezdeményezés, megindításáról, megindítását, kezdeményezéséről, megindítása
μύηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başlatma, başlangıç, başlatılması, inisiyasyon, başlama
μύηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ухвалений, посвячений, започатковувати, прийнятий, ініціювання, ініціація, ініціацію
μύηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nisje, inicimi, Fillimi, inicimin, inicimit
μύηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
започване, иницииране, започването, започване на, посвещение
μύηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ініцыяванне, ініцыіраванне, ініцыяваньне, ініцыяваньня
μύηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algatamine, algatamise, algatamisest, algatamist, alustamist
μύηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iniciranje, pokretanje, inicijacija, inicijacije, započinjanje
μύηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upphaf, hefja, að hefja, hafin, hefja meðferð
μύηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradžia, inicijavimą, inicijavimas, inicijavimo, pradėjimas
μύηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzsākšana, ierosināšana, uzsākšanu, iniciācija, sākšanu
μύηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поведување, иницирање, иницијација, покренување, започнување
μύηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inițiere, inițierea, deschidere, inițierii, de inițiere
μύηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
začetek, iniciacija, uvedba, sprožitev, napovedala začetek
μύηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
začatia, začatí, začatie, začiatku, zahájenie