Pal στα ελληνικά
Μετάφραση: pal, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόστο, ταχυδρομώ, πάσσαλος, δοκάρι, φιλαράκος, PAL, φίλε, παλ, το PAL
Μεταφράσεις
- assorti στα ελληνικά - διάφορος, ποικίλος, ταίριασμα, αντιστοίχιση, ταιριάζουν, να ταιριάζουν, που να ταιριάζουν
- caméra στα ελληνικά - κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
- caporal-chef στα ελληνικά - λοχίας, αρχιφύλακας, δεκανέας, σωματική, σωματικής, της σωματικής, η σωματική
- carabine στα ελληνικά - τουφέκι, όπλο, καραμπίνα, πιστόλι, carbine, τύπου καραμπίνας, τυφέκιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Pal στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόστο, ταχυδρομώ, πάσσαλος, δοκάρι, φιλαράκος, PAL, φίλε, παλ, το PAL
Μεταφράσεις: πόστο, ταχυδρομώ, πάσσαλος, δοκάρι, φιλαράκος, PAL, φίλε, παλ, το PAL