Λέξη: σαστίζω
Σχετικές λέξεις: σαστίζω
σαστίζω συνώνυμα
Συνώνυμα: σαστίζω
συγχέω, μπερδεύω, συγχίζω, ζαλίζω, καθιστώ μυστηριώδες, περιπλέκω, αποσβολώνω, θέτω εις αμηχανία, ματαιώ, χαλνώ
Μεταφράσεις: σαστίζω
σαστίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nonplus, mystify, discomfit, flummox, confuse
σαστίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perplejidad, mistificar, desconcertar, desmitificar, mitificar, mystify
σαστίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verlegenheit, verwirren, mystifizieren, zu mystifizieren, mystifiziert, mystify
σαστίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gêne, désarçonner, perplexité, embarras, mystifier, démystifier, mystification, mystifier les, mystifier la
σαστίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbarazzo, perplessità, mistificare, mystify, mistificare la, confondere, disorientare
σαστίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mistificar, mystify, mistificam, mistifica, mistifique
σαστίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mystificeren, beduvelen, te mystificeren, verbijsteren, te misleiden
σαστίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
замешательство, мистифицировать, мистифицируют, таинственностью, озадачивать, окружать таинственностью
σαστίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mystifisere, dansende, å mystifisere, forvirre, et mysterium
σαστίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mystify, mystifiera, mystifierar
σαστίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämmentää, hämätä, mystifioida, hämmentävät, mystifioitua
σαστίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mystificere, forvirre, at mystificere
σαστίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpaky, mystifikovat, klameš, mystify, uvést v rozpaky
σαστίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
impas, zakłopotanie, szachować, zakłopotać, zażenować, mistyfikować, zmistyfikować, zagadką, zwieść, okrywać tajemnicą
σαστίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtéveszt, misztifikálják, elámít
σαστίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaşırtmak, mystify, mistikleştirmeyi, esrarlı, esrarlı bir
σαστίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
містифікувати
σαστίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shastis, hutoj, mistifikoj, bëj i mistershëm, mistershëm
σαστίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заблуждавам, мистифицирам, мистифицира, т мистифицирам
σαστίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
містыфікаваць
σαστίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jahmatama, hämmastusse viima, Segaduse, saladuskate, Hämätä, saladuskate oma
σαστίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezizlazan, neprilika, mistifikovati, zaludjivati, mistificirati, mistificiraju, zabludi
σαστίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mystify
σαστίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mistifikuoti, sugluminti, Atrasti slaptumas, Mistyfikować, apgaubti paslaptingumu
σαστίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mistificēt, samulsināt, maldināt, padarīt noslēpumainu
σαστίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мистифицира, мистифицирам
σαστίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mistifica, mystify, induce în eroare, mistifice, mistificare
σαστίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mistifikacija, Zaludjivati, mystify, Mistifikovati
σαστίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozpaky, mystifikovat, mystifikovať
Τυχαίες λέξεις