Λέξη: ρόλος

Σχετικές λέξεις: ρόλος

ρόλος του ταιπεδ, ρόλος ταιπεδ, ρόλος των γονέων στην έγκαιρη παρέμβαση στα παιδιά με προβλήματα ακοής, ρόλος μεφίστο, ρόλος σχολικού συμβούλου, ρόλος του κοινωνικού λειτουργού, ρόλος συνώνυμα, ρόλος τοπικής αυτοδιοίκησης, ρόλος των μμε, ρόλος του εκπαιδευτικού

Συνώνυμα: ρόλος

πρόσωπο, ρολό, κύλινδρος, αρτίσκος, κατάλογος, τόπι

Μεταφράσεις: ρόλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
role, roll, role of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
papel, rol, función, papel de, el papel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
funktion, rolle, zweck, film, Rolle, Rollen, Funktion
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fin, rôle, fonction, emploi, but, part, champ, rôle de, le rôle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruolo, impiego, parte, funzione, ruolo di, il ruolo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ofício, roedor, emprego, função, papel, parte, alvo, cargo, fim, papel de, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baan, doel, doelwit, ambt, honk, rol, betrekking, functie, plaats, werkkring, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
функция, амплуа, цель, роль, роли
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rolle, rollen, rollen som
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
roll, rollen, betydelse, roll för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hahmo, käyttäytyminen, päämäärä, käytös, tarkoitus, osa, rooli, roolia, asema, roolin, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rolle, rollen, betydning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
role, úloha, roli, úlohu, úlohou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rola, rolę, roli, rolą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerep, szerepet, szerepe, szerepét, szerepének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
niyet, fonksiyon, rol, rolü, rolünü, rolünün
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роль, ролі, участь
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qëllim, rol, roli, rolin, roli i, rolin e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роля, ролята, ролята на, роля за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ролю, роля
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osa, roll, rolli, rollile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svojstvo, ulogu, uloge, uloga, funkcija, je uloga, ulozi
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlutverk, hlutverki, það hlutverk
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikslas, vaidmuo, vaidmenį, vaidmens, funkcija
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
loma, nolūks, lomu, nozīme, uzdevums, nozīmi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
улога, улогата, улогата на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rol, rolul, rolului, rol de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
role, vloga, vlogo, vloge, vlogi, naloga
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
role, úloha, úlohy, úlohu, rola

Στατιστικά δημοτικότητας: ρόλος

Τυχαίες λέξεις