Permettre στα ελληνικά
Μετάφραση: permettre, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, ενοικιάζομαι, έκφραση, υποθέτω, ανέχομαι, εισάγω, δεσμεύω, συγκατανεύω, διαπράττω, αφήνω, άδεια, όψη, παραδέχομαι, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adorèrent στα ελληνικά - λατρευόταν, λάτρευαν, λατρεύεται, λατρεύονταν, λατρεύτηκε
- babouche στα ελληνικά - παντόφλα, slipper, παντόφλες, παντόφλας, παντοφλών
- bassinoire στα ελληνικά - κρεμμύδι, γλόμπος, βολβός
- brisés στα ελληνικά - σπασμένος, σπασμένα, σπασμένο, των θραυσμάτων, θραυσμάτων της
Τυχαίες λέξεις
Permettre στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, ενοικιάζομαι, έκφραση, υποθέτω, ανέχομαι, εισάγω, δεσμεύω, συγκατανεύω, διαπράττω, αφήνω, άδεια, όψη, παραδέχομαι, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Μεταφράσεις: κάνω, ενοικιάζομαι, έκφραση, υποθέτω, ανέχομαι, εισάγω, δεσμεύω, συγκατανεύω, διαπράττω, αφήνω, άδεια, όψη, παραδέχομαι, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει