Λέξη: απτός

Σχετικές λέξεις: απτός

απτός ορισμός, απτός συνώνυμο, απτός σημασια, απτός λεξικο

Συνώνυμα: απτός

ψηλαφητός, αισθητός, απλός

Μεταφράσεις: απτός

απτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tangible, tactile, touchable, palpable

απτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tangible, tangibles, palpable, concreta, corporales

απτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
greifbar, fühlbar, konkret, Sach, greifbare

απτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tangible, palpable, réel, actuel, tangibles, corporels, matériel, concrète

απτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tangibile, tangibili, materiale, materiali, concreto

απτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tangível, palpável, tangíveis, concreta, corpóreo

απτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tastbaar, voelbaar, materiële, tastbare, concrete

απτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ощутимый, ясный, настоящий, реальный, ощутительный, вещественный, действительный, подлинный, материальный, доподлинный, осязаемый, заметный, истый, материальное, ощутимым, осязаемым, осязаемой

απτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndgripelig, konkret, konkrete, håndgripelige, materielle

απτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påtagliga, konkret, påtaglig, materiell, materiella

απτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aineellinen, todellinen, aistittava, kosketeltava, konkreettinen, aineelliset, konkreettisia, aineellisten, aineellisen

απτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
håndgribelig, håndgribelige, håndgribeligt, materielle, konkret

απτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
reálný, hmatatelný, hmotný, hmatatelné, hmotného, hmotná

απτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uchwytny, dotykalny, namacalny, faktyczny, rzeczywisty, materialny, materialne, namacalne

απτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtapintható, megfogható, tárgyi, kézzelfogható, materiális, konkrét

απτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
somut, maddi, maddi duran, somut bir, elle tutulur

απτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
матеріальний, справжній, дійсний, відчутний, матеріальне, матеріал, матеріальну, матеріальна

απτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i prekshëm, prekshme, të prekshme, prekshëm, e prekshme

απτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осезаем, материален, осезаема, осезаемо, веществена

απτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
матэрыяльнае, матэрыяльны, матэрыяльная, матэрыяльную

απτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aineline, kombitav, kombatav, materiaalne, materiaalse, käegakatsutavaid, materiaalsesse, käegakatsutav

απτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
određen, opipljiv, shvatljiv, dodirljiv, opipljiva, opipljive, opipljivo, materijalna

απτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áþreifanlega, áþreifanlegur, áþreifanleg, áþreifanlegar, áþreifanlegum

απτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
materialus, apčiuopiamas, apčiuopiama, materialiojo, materialusis

απτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taustāms, materiālie, materiālo, taustāmu, reāls

απτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опиплива, материјални, опипливи, материјалните, видливи

απτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tangibil, corporale, tangibile, tangibilă, concretă

απτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opredmeteno, opredmetena, otipljiva, oprijemljiv, oprijemljiva

απτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hmotný, hmatateľný, konkrétny, hmatateľné, hmatateľného, citeľný
Τυχαίες λέξεις