Pouvoir στα ελληνικά

Μετάφραση: pouvoir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σθένος, μπορώ, χορήγηση, έλεγχος, βασιλεύω, κύριος, δύναμη, κουτί, υπηρεσία, ταλαντεύομαι, ρώμη, κύρος, αυθεντία, βία, παραγγελιοδόχος, διοικητικός, ισχύς, εξουσία, ισχύος, ισχύ
Pouvoir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • artichaut στα ελληνικά - αγκινάρα, αγκινάρας, της αγκινάρας, αγκινάρες, την αγκινάρα
  • bobiner στα ελληνικά - αιολική, κουρδίζω, άνεμος, εκκαθάρισης, εκκαθάριση, περιέλιξης, περιέλιξη, ...
  • chauffées στα ελληνικά - θερμός, θερμαίνεται, θερμαινόμενη, θερμαινόμενο, θερμαίνονται
  • colique στα ελληνικά - κωλικός, κολικός, κολικούς, κολικών, κολικό
Τυχαίες λέξεις
Pouvoir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σθένος, μπορώ, χορήγηση, έλεγχος, βασιλεύω, κύριος, δύναμη, κουτί, υπηρεσία, ταλαντεύομαι, ρώμη, κύρος, αυθεντία, βία, παραγγελιοδόχος, διοικητικός, ισχύς, εξουσία, ισχύος, ισχύ