Λέξη: κεφάλαιο
Σχετικές λέξεις: κεφάλαιο
κεφάλαιο 10ο - φως, κεφάλαιο κίνησης, κεφάλαιο αε, κεφάλαιο plus άνοδος, κεφάλαιο εφημερίδα, κεφάλαιο 5, κεφάλαιο επε, κεφάλαιο 4, κεφάλαιο 11ο - οξέα - βάσεις - άλατα, κεφάλαιο μαρξ, το κεφάλαιο, επικουρικό κεφάλαιο
Συνώνυμα: κεφάλαιο
απόθεμα, προσόν, στοκ, μετοχή, στέλεχος, κορμός, γένος, πρωτεύουσα, κεφάλαιο γράμμα, μητρόπολη, τμήμα, κεφάλαιο βιβλίου, κύριος, αρχικό κεφάλαιο, αυτουργός, διευθυντής σχολείου, εντολέας
Μεταφράσεις: κεφάλαιο
κεφάλαιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asset, capital, chapter, fund, principal, section
κεφάλαιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ventaja, capital, de capital, capital social, el capital, capital de
κεφάλαιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vermögen, anlagengegenstand, gewinn, Hauptstadt, Kapital, der Hauptstadt
κεφάλαιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
propriété, possession, domaine, profit, avantage, apport, contribution, bénéfice, atout, capital, capitale, capitaux, le capital, fonds
κεφάλαιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
merito, vantaggio, pregio, capitale, capitali, di capitale, del capitale, capitale di
κεφάλαιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recurso, capital, de capital, capitais, capital de, o capital
κεφάλαιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
acquisitie, aanwinst, prooi, buit, hoofdstad, kapitaal, vermogen, hoofdletter, het kapitaal
κεφάλαιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преимущество, перевес, предпочтение, актив, превосходство, преобладание, статья, имущество, капитал, столица, капитала, столицей, столице
κεφάλαιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapital, kapitalen, hovedstaden
κεφάλαιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapital, kapitalet, huvudstaden, huvudstad
κεφάλαιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avu, valtti, pääoma, pääoman, pääomaa, pääomasta, pääomien
κεφάλαιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapital, hovedstad, hovedstaden, kapitalen, kapitalbevægelser
κεφάλαιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výhoda, klad, přínos, majetek, kapitál, kapitálu, hlavní město, kapitálové, kapitálového
κεφάλαιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posiadłość, awantaż, zaleta, własność, wkład, zasób, atut, kapitał, stolica, stołeczny, kapitału, stolicy
κεφάλαιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vagyontárgy, tőke, főváros, fővárosban, tőkét, a tőke
κεφάλαιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sermaye, başkenti, sermayesi, sermayenin
κεφάλαιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
авуари, перевага, стаття, майно, актив, капітал, капіталу
κεφάλαιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapital, i kapitalit, kryeqyteti, kapitali, e kapitalit
κεφάλαιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капитал, капитала, капитали, капиталовата, столица
κεφάλαιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капітал
κεφάλαιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vara, aktiva, väärtus, kapital, kapitali, pealinnas, pealinna, kapitalist
κεφάλαιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prednost, imovina, faktor, sredstvo, važan, kapital, glavni, glavnog grada, grada, glavnog
κεφάλαιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfuðborg, fjármagn, fjármagns, fjármagni, fé
κεφάλαιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapitalas, kapitalo, kapitalą, sostinė, sostinėje
κεφάλαιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kapitāls, galvaspilsēta, kapitāla, kapitālu, galvaspilsētā
κεφάλαιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капитал, град, капиталот, главен град, главниот град
κεφάλαιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capital, de capital, capitalului, capitalul, capitalurilor
κεφάλαιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kapital, kapitala, kapitalski, kapitalska, kapitalske
κεφάλαιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kapitál, imanie, kapitálu, vlastné zdroje, základné imanie
Στατιστικά δημοτικότητας: κεφάλαιο
Τυχαίες λέξεις