Punir στα ελληνικά
Μετάφραση: punir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιπλήττω, τιμωρώ, φρονηματίζω, πληγή, κολάζω, πειθαρχώ, πειθαρχία, μαστίζω, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assujettissant στα ελληνικά - προστακτική, άμεσος, επείγων, της υποβολής του, την υποβολή του, υποβολή του, υποβολής του, ...
- aïeul στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
- baissent στα ελληνικά - χαμηλώνω, ταπεινώνω, κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
- bourrant στα ελληνικά - γέμιση, γέμισμα, Στελέχωση, παραγέμισμα, Στελέχωση αδένα
Τυχαίες λέξεις
Punir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιπλήττω, τιμωρώ, φρονηματίζω, πληγή, κολάζω, πειθαρχώ, πειθαρχία, μαστίζω, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Μεταφράσεις: επιπλήττω, τιμωρώ, φρονηματίζω, πληγή, κολάζω, πειθαρχώ, πειθαρχία, μαστίζω, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία