Λέξη: λιτός

Σχετικές λέξεις: λιτός

λιτός συνώνυμο, λιτός και πυκνός λόγος, λιτός αγγλικά, λιτός λόγος, λιτός χορός, λιτός αντώνυμα, λιτός γάμος, λιτός και απέριττος, λιτός συνώνυμα, λιτός μιχαήλ

Συνώνυμα: λιτός

διθέσιμος, γλιστρός, εφεδρικός, περισσεύων, ισχνός, ξηρός, σύντομος και πλήρης ένοιας, ολιγαρκής, οικονόμος, λιτοδίαιτος, αυστηρός, απέριττος, ευδοκιμών, εύπορος, οικονομικός, φειδωλός

Μεταφράσεις: λιτός

λιτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
terse, abstemious, frugal, thrifty, austere, spare

λιτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conciso, abstinente, lacónico, abstemio, frugal, ahorrativo, Thrifty, económico, ahorrativos, ahorrativa

λιτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mäßig, enthaltsam, genügsam, einfach, gedrängt, bedürfnislos, sparsam, sparsame, sparsamen, thrifty, sparsamer

λιτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tempérant, frugal, court, concis, simple, sobre, économe, laconique, épargnant, abstinent, lapidaire, Thrifty, économes, shopping, de Thrifty

λιτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
astinente, sobrio, parsimonioso, Thrifty, parsimoniosi, Thrifty di, parsimoniosa

λιτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lapidar, abstémio, sóbrio, terrorista, parco, comedido, parcimonioso, frugal, Thrifty, econômico, poupador

λιτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nuchter, stemmig, bezadigd, sober, matig, zuinig, spaarzaam, Thrifty, mekka, mekka van

λιτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непьющий, скромный, односложный, сжатый, умеренный, отрегулированный, лапидарный, экономный, сдержанный, воздержанный, краткий, немногословный, бережливый, бережливым, экономным, бережливыми, запасливый

λιτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kort, sparsommelig, sparsomme, Thrifty, et økonomisk

λιτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avhållsam, tarvlig, återhållsam, sparsam, Thrifty, spar, sparsamma, sparsamt

λιτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhyt, tyly, kompakti, suppea, säästäväinen, Thrifty, säästäväisesti, säästäväisiä, säästeliäämpää

λιτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende

λιτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hospodárný, lapidární, strohý, skromný, jadrný, zdrženlivý, střídmý, šetrný, spořivý, šetrné, poctivý

λιτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbawienny, lakoniczny, lapidarny, wstrzemięźliwy, oszczędny, prosty, zwięzły, oszczędne, oszczędni, oszczędnym, oszczędna

λιτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beosztó, takarékos, gazdaságos, takarékosan, takarékosabb

λιτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutumlu, Thrifty, tasarruflu, tutumlu bir

λιτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стислий, уламок, помірний, небагатослівний, короткий, поміркований, економний, скромний, стиснений, стриманий, ощадливий, господарський, бережливий, розважливий

λιτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i begatë, begatë, kursyer, kursimtarë, i kursyer

λιτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пестелив, пестеливи, икономичен, пестелива

λιτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ашчадны, эканомны

λιτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karske, lihtne, kasin, mõõdukas, kokkuhoidlik, napisõnaline, säästlik, säästlikult, kokkuhoidliku, heaperemehelik

λιτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slikovit, čuvaran, štedljiv, mršav, trezvenjak, sažet, jeftin, štedljivi, Thrifty

λιτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
thrifty

λιτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taupus, ekonomiškas, taupūs, šeimininkiškas, taupi

λιτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taupīgs, zeļošs, enerģiskas par citām kazām, taupīgas, saimniecisks

λιτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пестовен, штедливите, штедливи, економично

λιτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gospodar, cumpătat, econom, economic, chibzuit

λιτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
varčen, varčna, varčni, varčno, varčuje

λιτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šetrný, jadrný, sporivý, sporovlivý, sporiví, spořivý
Τυχαίες λέξεις