Rémunérateur στα ελληνικά
Μετάφραση: rémunérateur, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδοτικός, επικερδής, ανταμειπτικός, αποδοτικές, κερδοφόρες, αμειβόμενη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accru στα ελληνικά - παρακλάδι, παραφυάδα, βλαστός, αυξημένη, αυξημένο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ...
- appareillage στα ελληνικά - εξοπλισμός, προσαρμόζω, ταχύτητα, αντιμετωπίζω, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, ...
- apportez στα ελληνικά - φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Τυχαίες λέξεις
Rémunérateur στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδοτικός, επικερδής, ανταμειπτικός, αποδοτικές, κερδοφόρες, αμειβόμενη
Μεταφράσεις: αποδοτικός, επικερδής, ανταμειπτικός, αποδοτικές, κερδοφόρες, αμειβόμενη