Λέξη: φασκομηλιά

Σχετικές λέξεις: φασκομηλιά

φασκομηλιά θεσπρωτίας, φασκομηλιά φιγαλείας, φασκομηλιά φυτό, φασκομηλιά ηλείας, φασκομηλιά καλλιέργεια, φασκομηλιά ιδιότητες, φασκομηλιά βουλιαγμένη

Συνώνυμα: φασκομηλιά

φασκόμηλο

Μεταφράσεις: φασκομηλιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sage, sage is, on sage
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salvia, sabio, de salvia, sage, la salvia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
salbei, klug, köcherfliege, weise, Salbei, Weisen, sage, Weise
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sauge, sage, sensé, la sauge, de sauge, sages
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sapiente, saggio, salvia, savio, di salvia, la salvia, sage
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ajuizado, salva, prudente, sábio, sensato, filosofo, segurança, sálvia, sage
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijs, salie, verstandig, vroed, salvia, wijsgeer, wijze, sage, de wijze
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мудрый, шалфей, рассудительный, мудрец, шалфея, мудреца, мудрецом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klok, vis, salvie, vismann, sage, vismannen, av Sage
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
salvia, klok, vis, Sage, vis man, vise
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
filosofi, viisas, oppi-isä, tietäjä, salvia, sage, salviaa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fornuftig, salvie, Sage, vismand, vismanden, af Sage
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mudrc, moudrý, šalvěj, mudrci, šalvěje, sage
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mędrzec, szałwia, rozważny, mądry, sage, szałwii
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsálya, Sage, bölcs, a zsálya, zsályás
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilge, akıllı, adaçayı, Bilge, Bilge Kayıt, sage, ada çayı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мудрий, мудрець, філософ, мислитель, мудрец
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i urtë, sherbelë, urtë, sherbela, pak me bojë hiri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
градински чай, мъдрец, салвия, градински, градинския чай
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мудрэц, мудрец, мудраца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salvei, tark, elutark, Salveid, sage, salveist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mudrac, kadulja, pametan, kadulje, kaduljin, od kadulje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sage, spekinginum, Spakur, spekingur, salvía
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapiens
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šalavijas, išminčius, šalavijų, šalavijai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
salvija, gudrais, sage, salvijas, ārstniecības salvija
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мудрец, жалфија, Sage, мудрецот, Sage на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salvia, salvie, înțelept, sage, de salvie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sage, žajbelj, modrec, žajblja, kadulja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mudrc, šalvia, šalviu
Τυχαίες λέξεις