Λέξη: ανακάλυψη

Σχετικές λέξεις: ανακάλυψη

ανακάλυψη φωτογραφίας, ανακάλυψη αυστραλίας, ανακάλυψη φωτιάς, ανακάλυψη της πενικιλίνης, ανακάλυψη τηλεφώνου, ανακάλυψη αμερικής, ανακάλυψη dna, ανακαλυψη πενικιλίνης, ανακάλυψη ραδιοφώνου, ανακάλυψη της τυπογραφίας

Συνώνυμα: ανακάλυψη

εύρημα, ανίχνευση, ανεύρεση, εξεύρεση

Μεταφράσεις: ανακάλυψη

ανακάλυψη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discovery, find, detection, discovery of, the discovery

ανακάλυψη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
descubrimiento, hallazgo, descubrimiento de, el descubrimiento, de descubrimiento

ανακάλυψη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entdeckung, fund, feststellung, Entdeckung, Entdeckungs, Discovery, Erkennung

ανακάλυψη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trouvaille, découverte, révélation, la découverte, découvertes, découvrir, découverte de

ανακάλυψη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scoperta, la scoperta, ritrovamento, rilevamento, scoprire

ανακάλυψη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descobrir, descobrimento, descubra, descoberta, descoberta de, a descoberta, de descoberta

ανακάλυψη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontdekking, ontdekken, discovery, de ontdekking, vondst

ανακάλυψη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раскрытие, выявить, находка, открытие, обнаружение, выявление, развертывание, открытия, открытием

ανακάλυψη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppdagelse, oppdagelsen, funn

ανακάλυψη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fynd, upptäckt, upptäckten, upptäckter, discovery, upptäcka

ανακάλυψη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
löytö, keksintö, löytäminen, keksiminen, Discovery, löytämisen

ανακάλυψη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdagelse, opdagelsen, fundet, discovery

ανακάλυψη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
objev, odhalení, zjištění, objevení, objevu, objevem

ανακάλυψη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odnalezienie, odkrycie, wynalezienie, odnajdowanie, ujawnienie, odkrywanie, wykrywanie, wynalazek, odkrycia, odkryciem

ανακάλυψη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felfedezés, felfedezése, felfedezését, felfedezést, a felfedezés

ανακάλυψη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keşif, keşfi, discovery, bir keşif, buluş

ανακάλυψη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкривання, виявляння, виявлення, відкриття

ανακάλυψη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbulim, Zbulimi, zbulimin, zbulimit, Zbulimi i

ανακάλυψη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
откритие, откриване, откриването, откритието, открития

ανακάλυψη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адкрыццё, адкрыцьцё

ανακάλυψη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avastus, avastamist, avastamine, avastuse, avastamisest

ανακάλυψη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
saznanje, pronalazak, otkrivajući, izum, otkriće, Discovery, otkrivanje, otkrića, Otkriven

ανακάλυψη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fundur, uppgötvun, Uppgötvunin, Discovery

ανακάλυψη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atradimas, atradimo, atradimą

ανακάλυψη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atklājums, atklāšana, atklāšanas, atklājumu, konstatēts

ανακάλυψη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
откритието, откривањето, откритие, откривање, откритија

ανακάλυψη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
descoperire, descoperirea, descoperirii, de descoperire, descoperiri

ανακάλυψη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odkritje, odkrivanje, odkritja, odkritju, ugotovljene

ανακάλυψη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
objav

Στατιστικά δημοτικότητας: ανακάλυψη

Τυχαίες λέξεις