Raccourcissement στα ελληνικά
Μετάφραση: raccourcissement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντμηση, σύνοψη, συντόμευση, βράχυνση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accaparée στα ελληνικά - μονοπωλείται, μονοπωλούσε, μονοπώλησε, μονοπωλούνται, μονοπωλεί
- amollirent στα ελληνικά - μαλάκωσε, μαλακώσει, μαλακώσουν, μαλακό, μαλακώνει
- archevêché στα ελληνικά - αρχιεπίσκοπη, αρχιεπισκοπή, αρχιεπισκοπής, Ιεράς Αρχιεπισκοπής, αρχιεπισκοπικού
- cambrioler στα ελληνικά - ληστεύω, ξεγυμνώνω, κάνω διάρρηξη, burgle
Τυχαίες λέξεις
Raccourcissement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντμηση, σύνοψη, συντόμευση, βράχυνση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
Μεταφράσεις: σύντμηση, σύνοψη, συντόμευση, βράχυνση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους