Λέξη: διαμένω
Σχετικές λέξεις: διαμένω
διαμένω ορισμόσ, διαμένω συνώνυμα, διαμένω μονιμα
Συνώνυμα: διαμένω
ζω, κατοικώ, μένω, σταματώ, στέκομαι, αναβάλλω, αντέχω, παραμένω πιστός, εμμένω, περιμένω, αναμένω, καταλύω, τοποθετώ, εδρεύω, παρεπιδημώ
Μεταφράσεις: διαμένω
διαμένω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dwell, tarry, live, reside, sojourn, lodge, abide
διαμένω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
residir, morar, vivir, habitar, vive, vivo, viven, en vivo
διαμένω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wohnen, verweilzeit, leben, live, zu leben
διαμένω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
retarder, tarder, retenir, hésiter, temporiser, habiter, séjourner, barguigner, loger, arrêter, demeurer, résider, rester, vivre, vivent, habitent, de vivre, vie
διαμένω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stare, abitare, dimorare, vivere, vivo, vivono, vivere la
διαμένω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habitar, morar, interrupção, anão, viver, vivem, ao vivo, vivo
διαμένω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
resideren, wonen, huizen, leven, te leven, woont, leeft
διαμένω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жить, замешкаться, обитать, находиться, дожидаться, пребывать, мешкать, медлить, остановиться, останавливаться, задерживаться, проживать, живут, живем, живу, живет
διαμένω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bo, dvele, leve, lever, bor, å leve
διαμένω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vistas, bo, lever, bor, leva, levande
διαμένω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olla, norkoilla, hidastella, majailla, viipyä, maleksia, asustella, elää, asuvat, elävät, asuu, asua
διαμένω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bo, leve, lever, bor, levende
διαμένω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bydlet, váhat, pobývat, zdržet, prodlévat, zůstávat, sídlit, meškat, otálet, žít, žijí, žije, živé
διαμένω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mieszkać, zwlekać, przebywać, zamieszkiwać, pozostawać, rezydować, zatrzymać, ociągać, pozostać, żyć, na żywo, żyją, mieszkają
διαμένω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
él, élő, élni, élnek
διαμένω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oturmak, canlı, yaşamak, yaşayan, yaşıyor, yaşamaya
διαμένω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смолистий, гаятися, перебувати, мешкати, затримуватися, жити, жить, житиме
διαμένω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jetoj, jetojnë, jetuar, të jetuar, të jetojnë
διαμένω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
живея, живеят, живее, живеем, живеете
διαμένω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жыць
διαμένω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elunema, lähtuma, ootama, tõrvane, peatus, asuma, elama, elada, elavad, elab, elame
διαμένω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odugovlačiti, boraviti, stanovati, živjeti, žive, živi, živimo, živite
διαμένω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dvelja, lifa, búa, lifandi, lifað, býrð
διαμένω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
habito
διαμένω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sustoti, gyventi, gyvena, gyvenate, gyvename, gyvenu
διαμένω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzīvot, dzīvo, dzīvojam, dzīvojat, dzīvoju
διαμένω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во живо, живеат, да живее, живее, живееме
διαμένω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trăi, trăiesc, trăiască, locuiesc, trăim
διαμένω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
živeti, živo, živijo, živi, živimo
διαμένω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
asfaltový, žiť
Τυχαίες λέξεις