Λέξη: εφαρμόσιμος

Σχετικές λέξεις: εφαρμόσιμος

εφαρμόσιμος συνώνυμα

Συνώνυμα: εφαρμόσιμος

εκτελεστός, κατορθωτός, διαβατός, δυνατός

Μεταφράσεις: εφαρμόσιμος

εφαρμόσιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
viable, applicable, practicable, workable, enforceable, implementable

εφαρμόσιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viable, aplicable, aplicables, aplica, procede, proceda

εφαρμόσιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsetzbar, anwendbar, funktionsfähig, maßgeblich, zutreffend, erhoben, geltenden, anwendbaren

εφαρμόσιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sortable, réalisable, convenable, vivace, viable, approprié, adéquat, praticable, pertinent, faisable, opportun, utile, applicable, en vigueur, applicable à, valable, applicables

εφαρμόσιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
applicabile, applicabili, caso, del caso, applica

εφαρμόσιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplicável, aplicáveis, disso, aplica, aplicável de

εφαρμόσιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toepasselijk, toepassing, van toepassing, toepasselijke, toepassing zijn

εφαρμόσιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
применимый, подходящий, соответствующий, жизнеспособный, жизнедеятельный, годный, пригодный, применимым, применимо, применяется, применимы

εφαρμόσιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktuelt, gjelder, gjeldende, anvendelig, relevant

εφαρμόσιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillämpligt, tillämplig, tillämpliga, tillämpas, är tillämplig

εφαρμόσιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käytännöllinen, kunnon, vireä, asiaankuuluva, kunnollinen, sopiva, käypä, kukkea, elinvoimainen, sovellettavissa, sovelletaan, soveltaa, sovellettavien, sovellettavan

εφαρμόσιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gældende, relevant, umiddelbart, anvendelse, gælder

εφαρμόσιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vhodný, živý, schůdný, uskutečnitelný, použitelný, použitelné, použitelná, platí, platné

εφαρμόσιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykonalny, stosowny, realny, żywotny, odpowiedni, właściwy, przydatny, stosowalny, dotyczy, zastosowanie, zastosowania, stosowane, to zastosowanie

εφαρμόσιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alkalmazható, alkalmazandó, esetben, alkalmazni, érvényes

εφαρμόσιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uygulanabilir, geçerli, uygulanamaz, geçerlidir, yürürlükteki

εφαρμόσιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придатний, життєздатність, застосовний, застосовується, застосовувати, можна застосовувати, що застосовується

εφαρμόσιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zbatueshëm, zbatueshme, aplikueshme, të zbatueshme, e aplikueshme

εφαρμόσιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приложим, приложимо, е приложимо, приложимото, приложима

εφαρμόσιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дастасавальныя, прыдатныя, які ўжываецца, дастасоўны, ўжываецца

εφαρμόσιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohaldatav, rakendatav, elluviidav, mõistlik, kohaldatavad, kohaldatava, mida kohaldatakse, kohaldatavat

εφαρμόσιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
održiv, primjenljiv, primjenjivo, primjenjuje, primjenjiva, je primjenjivo, primjenjiv

εφαρμόσιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
við, við á, gilda, gildir, á við

εφαρμόσιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taikomas, taikoma, taikomos, taikytina, taikomi

εφαρμόσιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piemērots, piemērojama, piemēro, piemērojams, piemērojami

εφαρμόσιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
применливи, се применуваат, се применува, применуваат, применува

εφαρμόσιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
posibil, aplicabil, aplicabile, aplicabilă, aplică, cazul

εφαρμόσιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uporablja, primerno, ki se uporablja, se uporablja, uporabljajo

εφαρμόσιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
životaschopný, vhodný, realizovateľný, použiteľný, uplatniteľný, uplatňuje, uplatňovať, použiteľné
Τυχαίες λέξεις