Ravitaillement στα ελληνικά
Μετάφραση: ravitaillement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποστήριγμα, τροφοδοσία, βοήθεια, μέριμνα, παρέχω, προμήθεια, παροχή, συμπαράσταση, στήριγμα, χορήγηση, ανεφοδιασμός με καύσιμα, ανεφοδιασμού, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού καυσίμων, τον ανεφοδιασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amplifièrent στα ελληνικά - διευρύνονται,, διευρύνονται, έχει επεκταθεί περαιτέρω, αναπτυχθούν στις
- aplanissent στα ελληνικά - επίπεδο, ισοπεδώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση
- capturons στα ελληνικά - αιχμαλωτίζω, αιχμαλωσία, είναι, Δεν, αποτελούν, έχουν, οι
- comprimées στα ελληνικά - συμπιεσμένο, συμπιεσμένα, πεπιεσμένο, συμπιεσμένου, συμπιεσμένη
Τυχαίες λέξεις
Ravitaillement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποστήριγμα, τροφοδοσία, βοήθεια, μέριμνα, παρέχω, προμήθεια, παροχή, συμπαράσταση, στήριγμα, χορήγηση, ανεφοδιασμός με καύσιμα, ανεφοδιασμού, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού καυσίμων, τον ανεφοδιασμό
Μεταφράσεις: υποστήριγμα, τροφοδοσία, βοήθεια, μέριμνα, παρέχω, προμήθεια, παροχή, συμπαράσταση, στήριγμα, χορήγηση, ανεφοδιασμός με καύσιμα, ανεφοδιασμού, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού καυσίμων, τον ανεφοδιασμό