Λέξη: σανίδωμα
Σχετικές λέξεις: σανίδωμα
σανίδωμα στέγης
Συνώνυμα: σανίδωμα
πέταυρα, παρκέ, υλικά διά πατώματα, συσσώρευση, πρόχειρος φράκτης εκ σανίδων, πρόχειρος φράχτης από σανίδες, σανίδες, ικρίωμα, σκαλωσιά
Μεταφράσεις: σανίδωμα
σανίδωμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hoarding, boarding, planking, lathing, flooring, scaffold
σανίδωμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
valla, tablaje, tablazón, el tablaje, tablaje de, entarimado
σανίδωμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschalung, verkleidung, bauzaun, hortend, Beplankung, Planken, Planking, Schalung
σανίδωμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nourriture, clôture, alimentation, abordage, embarquement, palissade, planches, bordé, planking, bordage, platelage
σανίδωμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tavolato, fasciame, planking, planking del, fasciame di
σανίδωμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bordagem, planking, tábuas, tabuado, do planking
σανίδωμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
planken, planking, het planking, beplanking, vlonders
σανίδωμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
накопление, нагромождение, пансион, абордаж, посадка, доски, обшивка, настил, опалубка, обшивки
σανίδωμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
planking, forskaling, plank, kledningen, bordkledning
σανίδωμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bordläggning, bordläggningen, plank, plankor, planking
σανίδωμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rohmuaminen, aita, laudoitus, Taulut, planking, muotti, laudat
σανίδωμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brædder, planker, plankerne, bordlægningen, planking
σανίδωμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strava, stravování, ohrada, oplocení, bednění, prkenné, Obednění, palubky, dlaževní
σανίδωμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszalowanie, deskowanie, parkan, szalowanie, ciułanie, cembrowina, wyżywienie, opierzenie, deski, planking, deskowanie kolumn
σανίδωμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kartonkötés, penzió, deszkaburkolat, fodorítás, padlózat, Deszkák, Zaluzat, deszkázat, burkolási
σανίδωμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalaslar, tahtalar, döşemeleri, yer döşemeleri, planking
σανίδωμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дошки, тезаврування, накопичення, тезаврація, взяти, можна взяти
σανίδωμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dërrasë, shtrim me dërrasa, shtrojë dërrasash
σανίδωμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
талпи, дъски, Кофраж, планки, дъсчена обшивка
σανίδωμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дошкі
σανίδωμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piirdetara, plank, kost, pardaleastumine, laudisega, laudis, plangutuse, vooderdis, plangutus
σανίδωμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oplata, daske
σανίδωμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hússins var skjaldþili flatt
σανίδωμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klojinys, apkalimas lentomis, Plankas, apkala, apkalas
σανίδωμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plankas, dēļi, klājums
σανίδωμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
талпи
σανίδωμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căptușeală, Captuseala, placarea, Cofraje de coloane, Captuseala de lemn
σανίδωμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paluba, planking, Deske, oplata
σανίδωμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paluba, nástup, debnenie, debnenia, debnení, bednenie, bednenia
Τυχαίες λέξεις