Λέξη: κατάλυση

Σχετικές λέξεις: κατάλυση

κατάλυση ιχθύος, κατάλυση με καθετήρα (ablation), κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους (476 μ.χ.), κατάλυση νηστείας, καταλυση συνώνυμο, κατάλυση λεξικό, κατάλυση και προστασία του περιβάλλοντος, κατάλυση συνώνυμα

Μεταφράσεις: κατάλυση

κατάλυση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abolition, catalysis, catalyze, catalyzing, ablation

κατάλυση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
supresión, abolición, catálisis, la catálisis, catálisis de, de catálisis, catálisis con

κατάλυση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufhebung, abschaffung, Katalyse, der Katalyse

κατάλυση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suppression, abolition, abrogation, catalyse, la catalyse, une catalyse, de catalyse, catalyse par

κατάλυση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
soppressione, abrogazione, abolizione, catalisi, la catalisi, di catalisi, della catalisi, catalizzatori

κατάλυση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abolição, catálise, a catálise, catálise de, cat�ise, catalisador

κατάλυση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruiming, eliminatie, afschaffing, vernietiging, annulering, ontbinding, katalyse, catalyse, de katalyse, katalytische

κατάλυση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уничтожение, отмена, ликвидация, упразднение, катализ, катализа, катализе, катализу, катализом

κατάλυση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
katalyse, kata, katalysen

κατάλυση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avskaffande, katalys, katalysen, catalysis, katalysatorer

κατάλυση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lakkautus, katalyysi, katalyysin, katalyysiin, katalyysiä, katalyysissä

κατάλυση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
katalyse, katalysen

κατάλυση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zrušení, odstranění, katalýza, katalýzy, katalýze, katalýzu, katalyzátory

κατάλυση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obalenie, abolicja, zniesienie, kataliza, katalizy, katalityczny, katalizę, katalizie

κατάλυση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszüntetés, katalízis, katalitikus, katalízissel, katalízisben, katalízishez

κατάλυση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kataliz, katalizi, catalysis, katalizörler

κατάλυση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліквідування, скасування, анулювання, нищення, каталіз

κατάλυση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
catalysis

κατάλυση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
катализа, катализатор, катализ, катализата, катализиране

κατάλυση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адмена, каталіз

κατάλυση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tühistamine, kaotamine, katalüüsi, katalüüsis, katalüüs, katalüüsiga, katalüüsil

κατάλυση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukidanja, ukinut, ukinuća, kataliza, kataliziranje, katalizu, katalizacija, kataliza u

κατάλυση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efnahvarfa, Catalysis

κατάλυση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abrogatio, abolitio

κατάλυση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
katalizės, katalizė, katalizę, katalazės, catalysis

κατάλυση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katalīze, katalīzes, katalīzi

κατάλυση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
катализа, катализата, катализатори, катализатор

κατάλυση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cataliză, cataliza, catalizei, catalizatori, cataliză cu

κατάλυση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zrušení, kataliza, katalizo, catalysis, katalize

κατάλυση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrušení, katalýza, aj katalýza
Τυχαίες λέξεις