S'accoupler στα ελληνικά
Μετάφραση: s'accoupler, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζευγαρώνω, ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, σύντροφος, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου
Μεταφράσεις
- arrache στα ελληνικά - σκληρά, σκληρός, σκληρό, σκληρού, σκληρή
- attestèrent στα ελληνικά - πιστοποιείται, βεβαιώνεται, μαρτυρείται, που βεβαιώνεται, πιστοποιούμενες
- brasero στα ελληνικά - μαγκάλι, σχάρα καύσης, μαγκάλια, φουφού, χαλκουργίας
- bêtises στα ελληνικά - ανοησία, μωρία, ανοησίας, την ανοησία, αφροσύνη
Τυχαίες λέξεις
S'accoupler στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζευγαρώνω, ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, σύντροφος, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου
Μεταφράσεις: ζευγαρώνω, ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, σύντροφος, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου