Λέξη: ηθικολόγος

Συνώνυμα: ηθικολόγος

καυχώμενος επί αρετή, πουριτανός, κλέπτης, σοφιστής, καζουιστής

Μεταφράσεις: ηθικολόγος

ηθικολόγος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
righteous, moralist, prig, a moralist, casuist

ηθικολόγος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
justo, honrado, moralista, moralistas, un moralista, moralizador

ηθικολόγος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechtschaffen, Moralist, Moralisten, Ethiker, Sittenlehrer, Sitten

ηθικολόγος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
loyal, équitable, juste, probe, vertueux, fondé, moral, légitime, justifié, honnête, droit, moraliste, moralistes

ηθικολόγος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
retto, dabbene, moralista, moralisti, moralist, il moralista

ηθικολόγος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moralista, moralistas, moralist, moral

ηθικολόγος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtvaardig, fair, billijk, moralist, moralistische, zedenmeester, moralistisch, moraalridder

ηθικολόγος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добродетельный, справедливый, праведный, моралист, моралистом, моралиста, моралисты

ηθικολόγος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rettferdig, moralist, moralisten, moralsk, bli moralsk, mora

ηθικολόγος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
moralist, moralisten, moraliserande, mora, moralistisk

ηθικολόγος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeudenmukainen, moralisti, moralistisia, moraalinvartijana, moralistinen

ηθικολόγος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
retfærdig, moralist, moralisten, moraliserende, moralistiske

ηθικολόγος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oprávněný, poctivý, čestný, počestný, spravedlivý, mravokárce, moralista, moralistou, moralistu

ηθικολόγος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słuszny, sprawiedliwy, rzetelny, bogobojny, prawy, moralista, moralistą, moralist, moralisty

ηθικολόγος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
moralista, a moralista, erkölcsbíró, moralistát, erkölcstanító

ηθικολόγος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ahlâkçı, moralist, ahlakçı, ahlâkçısının, ahlaki bir

ηθικολόγος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поправний, мораліст

ηθικολόγος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
moralist, moralisti, njeri i pastër, paster, i paster

ηθικολόγος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
моралист, преподавател по етика

ηθικολόγος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мараліст, маралісты

ηθικολόγος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õiglane, tõsiusklik, moralist, Moralisti, moralistiks peaksite, olla moralist, moralistiks

ηθικολόγος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravedan, pošten, ispravan, moralist, moralistu, moralistički, moralizator

ηθικολόγος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
moralist

ηθικολόγος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
moralistas, dorovininkas, Moralista, dorybingas žmogus, dorybingas

ηθικολόγος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
morālists

ηθικολόγος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
моралист, Моралистот

ηθικολόγος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moralist, moralistul, un moralist, moralistă

ηθικολόγος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moralist, moralista

ηθικολόγος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
počestný, poctivý, mravokárca
Τυχαίες λέξεις