S'arrêter στα ελληνικά

Μετάφραση: s'arrêter, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, κλήση, τηλεφωνώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
S'arrêter στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adjugé στα ελληνικά - απονεμηθεί, απονέμεται, απονέμονται, απονεμήθηκε, χορηγούνται
  • anvers στα ελληνικά - Αμβέρσα, αμβέρσας, της Αμβέρσας, Antwerp, ομάδας antwerp
  • asséné στα ελληνικά - σταθερά, ακράδαντα, καλά, σθεναρά, γερά
  • automnal στα ελληνικά - πτώση, φθινοπωρινός, φθινόπωρο, εκπίπτω, πέφτω, φθινοπωρινό, φθινοπωρινή, ...
Τυχαίες λέξεις
S'arrêter στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, κλήση, τηλεφωνώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει